Κάθισε στον αναπαυτικό καναπέ του σαλονιού του. Γέμισε το ποτήρι του με ουίσκι και ήπιε μια γουλιά. Όλη εκείνη την ώρα το βλέμμα του παρέμενε καρφωμένο στην κορνίζα που βρισκόταν ακριβώς μπροστά του, στο ξύλινο τραπεζάκι του ευρύχωρου σαλονιού. Η φωτογραφία στην κορνίζα είχε τραβηχτεί πριν έξι χρόνια. Απεικόνιζε την πρώτη οικογενειακή στιγμή που είχε ζήσει με τη σύντροφό του, τη Σούζαν. Ήταν η ημέρα που η γυναίκα του είχε γεννήσει, 4 Μαρτίου – τη συγκεκριμένη ημερομηνία δε θα την ξεχνούσε ούτε ως νεκρός – φέρνοντας στον κόσμο ένα πανέμορφο κοριτσάκι, την κόρη τους. «Σας υπόσχομαι ότι θα τον βρω. Θα τον κάνω να ευχηθεί να μη σας είχε πειράξει. Θα ζήσει την πιο βασανιστική κόλαση της ζωής του και έπειτα τον πιο μαρτυρικό θάνατο.».
Για να φτάσει, ωστόσο, στον άφαντο κατά συρροή δολοφόνο, πρώτα έπρεπε να επαναλάβει δεκάδες φορές τη διαδικασία που πριν από λίγο είχε ολοκληρώσει. Αφού έφτανε στο απαιτούμενο επίπεδο, καλλιεργώντας το δολοφονικό του ένστικτο και τελειοποιώντας τις μεθόδους του, θα άρχιζε να ξετυλίγει το μπλεγμένο κουβάρι της πολυπρόσωπης εγκληματικής οργάνωσης που είχε στήσει τις δύο τελευταίες δεκαετίες ο ορκισμένος του εχθρός. Δε θα ήταν εύκολο. Είχε να κάνει με επαγγελματίες δολοφόνους, ψυχρούς εκτελεστές που ακολουθούσαν σαφείς οδηγίες επί πληρωμή.
Όπλο του απέναντι σε αυτόν τον υπόκοσμο ήταν οι ιατρικές του γνώσεις και η ευφυΐα του. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του και στη μνήμη της οικογένειάς του να μη γίνει ποτέ σαν εκείνους που κυνηγούσε. Δε σκόπευε να κρατήσει στα χέρια του οποιοδήποτε επιθετικό όπλο, παρά μόνο τις ηρεμιστικές του ενέσεις και το νυστέρι του. Στην περίπτωση του Τζον Γουάιτ είχε καταφέρει να αναιρέσει το μειονέκτημα που προέκυπτε από την εν λόγω επιλογή του, αλλά φοβόταν πως το ίδιο δε θα συνέβαινε και με πιο απαιτητικούς αντιπάλους.
Ένας τρόπος υπήρχε για να το διαπιστώσει. Να συνεχίσει να κυνηγά εγκληματίες, όλο και πιο επικίνδυνους, όλο και πιο απειλητικούς για τη ζωή του. Μόνο τότε θα είχε βάσιμες ελπίδες εναντίον ενός πραγματικού κτήνους. «Αυτό σημαίνει ότι η επόμενη αποστολή μου θα πρέπει να είναι κατά ένα επίπεδο δυσκολότερη από την πρώτη.» δήλωσε αποφασιστικά στον ίδιο του τον εαυτό, προσπαθώντας να διαλύσει τις όποιες αμφιβολίες γεννιούνταν εξαιτίας του φόβου του. «Όχι, δε δικαιούμαι να αισθάνομαι φόβο. Δεν τον φοβάμαι το θάνατο. Άλλωστε, ψυχικά είμαι ήδη νεκρός.».
Βέβαια, δεν πίστευε στην ύπαρξη της ψυχής, τουλάχιστον όχι έτσι όπως το εξηγούν οι διάφορες θρησκείες. Ως επιστήμονας αποδεχόταν αποκλειστικά τη βιολογική και πνευματική υπόσταση του ανθρώπου. Η δε πνευματική υπόσταση πηγάζει από το νευρικό σύστημα, με κέντρο οργάνωσης τον εγκέφαλο. Ό, τι χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο και τον ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους έχει να κάνει με τα βιώματα και τα ερεθίσματα που αποθηκεύονται στον εγκέφαλο από την αρχή της ζωής. Υφίσταται, ασφαλώς, και η επιρροή του γονιδιακού και βιοχημικού παράγοντα, αλλά αυτά εντάσσονται στην προαναφερθείσα βιολογική υπόσταση. Τι εννοεί, λοιπόν, ο χειρουργός του θανάτου ομολογώντας πως ψυχικά είναι νεκρός;
«Καλή ερώτηση.» παραδέχτηκε. Προσπάθησε να δώσει στον εαυτό του μία ικανοποιητική απάντηση. Τελικά δε δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα. Σαν άνθρωπος και σαν επιστήμονας είχε απαντήσεις σχεδόν σε όλα τα ερωτήματα που τον απασχολούσαν διαχρονικά. «Είμαι απαγκιστρωμένος από την κοινωνία. Έχω χάσει όλα όσα έδιναν νόημα στη ζωή μου. Πλέον δεν μπορώ να αισθανθώ χαρά, αγάπη, συμπόνια, στοργή. Τα μόνα ζωντανά συναισθήματα μέσα μου είναι η δίψα για εκδίκηση, ο πόνος και η οργή. Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να νιώσω ανακούφιση, ή ακόμα και γαλήνη.». Την οριστική γαλήνη θα την ένιωθε όταν έπαιρνε την εκδίκησή του, και φυσικά τα τελευταία δευτερόλεπτα πριν το θάνατό του.
Αυτό που προείχε τώρα ήταν να επιλέξει ποιον εγκληματία θα σύστηνε στο δικό του θάνατο. Έχοντας ηλεκτρονική πρόσβαση στα αρχεία της αστυνομίας, μπορούσε εύκολα να δημιουργήσει μία λίστα με ονόματα καταζητούμενων, και έπειτα να τα κατατάξει με βάση τη δυσκολία εντοπισμού και διαγραφής του θύματος. Με αυτόν τον τρόπο θα οργάνωνε πολύ καλύτερα τις αποστολές του, συνθέτοντας το σχέδιο που πιθανότατα θα τον οδηγούσε μέχρι την οργάνωση του ορκισμένου του εχθρού.
Στρώθηκε αμέσως στη δουλειά. Σύντομα το μπουκάλι με το ουίσκι άδειασε, αλλά είχε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά του. Αντικατέστησε το αλκοόλ με φυσικό χυμό. Η νηφαλιότητα ήταν απαραίτητη σε ό, τι έκανε. Έριξε άλλη μια ματιά στην κορνίζα. Η εικόνα της γυναίκας του με τη νεογέννητη κόρη τους πάντα του έδινε δύναμη. Ήταν και οι δύο τόσο όμορφες, τόσο γλυκές. Ο πόνος μέσα του αναμείχθηκε με τη μελαγχολία υπό τη δράση του αλκοόλ που είχε καταναλώσει. Το αποτέλεσμα ήταν μερικά δάκρυα στο παγωμένο και χλομό πρόσωπό του. Παρ’ όλα αυτά, τα λαμπερά καστανά μάτια της Σούζαν φώτισαν κάπως το σκοτάδι της βεβαρημένης συνείδησής του, βοηθώντας τον να ξεπεράσει το εμπόδιο που είχε υψωθεί μπροστά του.
Συνέχισε ακάθεκτος τη μεθοδική δουλειά. Πέρασαν αρκετές ώρες μέχρι να αισθανθεί ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα της έρευνάς του. Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Άφησε για λίγο το φορητό του υπολογιστή στον καναπέ και περπάτησε μέχρι το παράθυρο. Το βλέμμα του περιπλανήθηκε στο μαγευτικό τοπίο που απλωνόταν προς κάθε κατεύθυνση πέρα από την υπερπολυτελή του βίλα. Το πρώτο πρωινό φως ήταν αρκετό για να φανερώσει τη λίμνη και το κατάφυτο βουνό που την αγκάλιαζε από κάθε πλευρά. Ένας μικρός καταρράκτης κατέληγε στη λίμνη, μεταφέροντας σε αυτήν το νερό που πήγαζε από κάποια ορεινή πηγή. Και όλα αυτά σε υψόμετρο περίπου μισού χιλιομέτρου.
Η βίλα του ήταν το μοναδικό σημάδι πολιτισμού στο κατά τ’ άλλα παρθένο φυσικό τοπίο. Καλύτερη επιλογή για το κρησφύγετό του δεν υπήρχε. Επίσης, το συγκεκριμένο μέρος ήταν το τελευταίο που θα υποπτευόταν κανείς ως χώρο δολοφονικών ενεργειών. Από τη μια το γεμάτο ζωή δάσος, από την άλλη η ψυχρή χροιά του πηγαίου δολοφονικού ενστίκτου του χειρουργού. Από τη μια τα κρυστάλλινα νερά του χειμάρρου, από την άλλη το αποστειρωμένο περιβάλλον του χειρουργείου στο υπόγειο της μονοκατοικίας και ο δικός του χείμαρρος, αυτός που μόλις το προηγούμενο βράδυ είχε εξαπολύσει. Από τη μια ο γαλήνιος ήχος του καταρράκτη, από την άλλη οι κολασμένες τύψεις στη συνείδηση του γιατρού. Με λίγα λόγια, συνυπήρχαν στο ίδιο μέρος η αγνότητα της φύσης και η εγκληματικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
«Αυτή είναι η ανθρώπινη φύση;» διερωτήθηκε ο δυστυχισμένος γιατρός. Από την εμφάνισή του στη Γη ο άνθρωπος προσπάθησε να την ελέγξει, να τη διαμορφώσει σύμφωνα με τις ανάγκες του αρχικά, και έπειτα σύμφωνα με τις φιλοδοξίες του. Μόνο που οι φιλοδοξίες γιγαντώθηκαν σε εγωισμό, ματαιοδοξία και αδιαφορία. «Αυτό συμβαίνει τώρα και σε μένα;». Οι αμφιβολίες του άρχισαν να καταλαμβάνουν τον πνευματικό και συναισθηματικό του κόσμο. «Θεωρείται φιλοδοξία η ανάγκη μου να εκδικηθώ; Θεωρείται εγωιστικός ο τρόπος με τον οποίο επέλεξα να πάρω την εκδίκησή μου;». Ο ίδιος δεν μπορούσε να δώσει μία οριστική απάντηση. Ίσως ο καλύτερος κριτής ήταν κάποιος ουδέτερος. «Όμως δε με νοιάζει η γνώμη κανενός.» συνειδητοποίησε, επιχειρώντας να φέρει στο μυαλό του ένα τέτοιο πρόσωπο.
Αρκετά είχε ασχοληθεί με τον ιδιόρρυθμο και πληγωμένο του ψυχισμό. Ήταν καιρός να παγιδεύσει στα έγκατα των αναμνήσεών του καθετί τον εκτροχίαζε από το στόχο του. Μόνο τότε θα ήταν βέβαιος ότι τίποτα δε θα πήγαινε στραβά. Για να το πετύχει αυτό, έπρεπε να απασχολεί συνεχώς το μυαλό του με την επόμενη αποστολή, και έπειτα με την επόμενη, και ούτω καθ’ εξής. «Όλα είναι θέμα συνήθειας.» ήταν μία από τις πιο σταθερές του απόψεις. Κάθισε και πάλι, λοιπόν, στον καναπέ, παίρνοντας στα χέρια του το φορητό υπολογιστή. Στην οθόνη φαίνονταν τα έγγραφα που είχε συλλέξει και περιείχαν τα ονόματα και τα προφίλ των κακοποιών που έκρινε ως πιθανούς υποψήφιους για το χειρουργικό του τραπέζι.
Εκτύπωσε τα αρχεία. Είχε συγκεντρώσει πληροφορίες για σαράντα αποβράσματα της κοινωνίας, που είτε καταζητούνταν, είτε εκμεταλλεύονταν την οικονομική τους επιφάνεια ώστε να αποφύγουν τις δυσάρεστες εμπειρίες της σύλληψης, της δίκης και της έκτισης της ποινής που τους άξιζε. Ήξερε ότι δε θα τους κυνηγούσε όλους, και μάλιστα δε θα δίσταζε να αλλάξει κάποιους από αυτούς. Τουλάχιστον, όμως, είχε κάποιο πλάνο στο μυαλό του. Αυτό θα τον βοηθούσε να οργανώσει το χρονοδιάγραμμά του.
Από τα σαράντα ονόματα ξεχώρισε αμέσως εκείνο που θα διαδεχόταν τον Τζον Γουάιτ. Ως γιατρός ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος σε θέματα υγείας, και σίγουρα η επιχειρηματική δραστηριότητα του συγκεκριμένου ατόμου εναντιωνόταν στους υγειονομικούς κανόνες. Δεν του προξένησε καμία εντύπωση το γεγονός ότι καθάρματα σαν τον κύριο Ντικ κυκλοφορούσαν ελεύθερα και ανενόχλητα, εν γνώσει, ασφαλώς, της αστυνομίας, αφού στα αρχεία της ήταν καταχωρημένες όλες οι σκανδαλιστικές λεπτομέρειες των επιχειρηματικών του κινήσεων. «Εμπόριο λευκής σαρκός, διατήρηση οίκων ανοχής σε πολλά σημεία του Λος Άντζελες, παροχή συνοδών πολυτελείας και ποιος ξέρει τι ακόμα!» αναφώνησε ο καρδιοχειρουργός.
Σίγουρα ο Ντικ Ραμόν δεν ήταν δολοφόνος, αλλά αυτό δε σήμαινε ότι δε μόλυνε την κοινωνία και μόνο με την ύπαρξή του. Ίσως, μάλιστα, ο εκφυλισμός που προκαλούσε ξεπερνούσε τον αντίστοιχο ενός απλού δολοφόνου. Πάντως, δεν έπρεπε να τον απασχολεί μόνο το κατά πόσο άξιζε ο θάνατος στον ανήθικο επιχειρηματία. Ο βασικός παράγοντας της αποστολής ήταν οι πιθανότητες να απαγάγει τον κύριο Ραμόν χωρίς να γίνει αντιληπτός από κανέναν. Στην περίπτωση του Τζον Φάροου, αλλά και του Τζον Γουάιτ που τελικά τον αντικατέστησε, δεν είχε συναντήσει σημαντικά εμπόδια. Παρ’ όλα αυτά, όφειλε να λάβει υπόψη του το σοβαρό ενδεχόμενο ο Ντικ Ραμόν να προστατεύεται από προσωπικό ασφαλείας. Άλλωστε, μία τέτοια προσωπικότητα διατηρούσε σίγουρα αρκετούς εχθρούς.
Όπως και να είχε, θα ακολουθούσε τα κλασικά βήματα της μεθοδολογίας που είχε διαμορφώσει κατά την εξάμηνη προετοιμασία του. Απενεργοποίησε τον υπολογιστή και τον τοποθέτησε στη μαύρη δερμάτινη θήκη του. Πέρασε τη θήκη στον ώμο του και με γοργά βήματα κατευθύνθηκε στο αυτοκίνητό του. Η περαιτέρω παραμονή του στη βίλα δεν είχε κανένα νόημα. Θα επέστρεφε λίγο πριν την απαγωγή του Ντικ Ραμόν, ώστε να προετοιμάσει το χειρουργικό θάλαμο. Προορισμός του αυτήν τη στιγμή ήταν το διαμέρισμά του στο κέντρο του Λος Άντζελες, το οποίο αποτελούσε και τη βασική του κατοικία. Την πολυτελή μονοκατοικία την επισκεπτόταν κάποτε με την οικογένειά του όποτε ένιωθε την ανάγκη να ξεφύγει από τη βοή της μεγαλούπολης. Πλέον την επισκεπτόταν μόνος, για να διεξάγει τις ιδιαίτερες εγχειρήσεις του μακριά από ανεπιθύμητες παρεμβάσεις.
Όλα αυτά, ωστόσο, εξαφανίστηκαν από το μυαλό του καρδιοχειρουργού όταν άκουσε την εκφωνήτρια του δελτίου ειδήσεων στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου του. Μιλούσε για τη δολοφονία του Τζον Φάροου. Σίγουρα δεν περίμενε από την αστυνομία να ανακαλύψει τόσο γρήγορα το πτώμα του αποφυλακισθέντα βιαστή. Όπως και να είχε, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να φτάσουν στα δικά του ίχνη. Ακόμα και ο Τζον Γουάιτ θα ήταν δύσκολο να θεωρηθεί ύποπτος για το φόνο, εκτός κι αν είχε κάνει το τραγικό λάθος να αφήσει αποτυπώματα στο χώρο του εγκλήματος. Το όπλο της δολοφονίας δεν επρόκειτο να βρεθεί πουθενά – είχε φροντίσει ο ίδιος γι’ αυτό – ενώ ούτε ο δολοφόνος του Τζον Φάροου ήταν σε θέση να διαβεί το κατώφλι του αστυνομικού τμήματος. Με λίγα λόγια, η υπόθεση του πρώην βιαστή είχε κλείσει προτού καλά καλά ξεκινήσουν οι αστυνομικές έρευνες.
«Ο Τζον Φάροου, με βεβαρημένο ποινικό μητρώο, είχε αποφυλακιστεί πριν λίγους μήνες. Το νοσηρό παρελθόν του υποδεικνύει πως ο φόνος του αποτέλεσε την εκδίκηση ενός από τους αρκετούς εχθρούς που φυσιολογικά είχε δημιουργήσει.» ήταν τα λόγια που ξεχώρισε ο εκκολαπτόμενος κατά συρροή δολοφόνος και μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας του Φάροου. Προφανώς η αστυνομία κινούταν στο σωστό δρόμο, μα όσο κι αν ευστοχούσε στη θεωρία, άλλο τόσο θα της έλειπαν τα χειροπιαστά αποτελέσματα.
«Της υπόθεσης, που σύμφωνα με το αστυνομικό ρεπορτάζ κρύβει αρκετά ερωτηματικά, ηγείται η ίδια η υπαρχηγός Κέιτ Γουέλς.» είπε λίγο αργότερα η λεπτή φωνή. «Κέιτ Γουέλς…» επανέλαβε στο μυαλό του ο καρδιοχειρουργός. Την ήξερε την Κέιτ Γουέλς. Δυστυχώς, την ήξερε πολύ καλά. Και επίσης ήξερε πως κάποια στιγμή θα την έβρισκε ξανά στο δρόμο του. Για την ακρίβεια, η επόμενη συνάντησή τους αποτελούσε μέρος του σχεδίου του.
Μέρος του σχεδίου του αποτελούσε πλέον και η δολοφονία του Ντικ Ραμόν. Αυτό που είχε ανάγκη ήταν να ελέγξει τη ζωή και το θάνατο, να αποδώσει δικαιοσύνη, να χειρουργήσει. «Ντικ Ραμόν… Έρχομαι.».
Ο επόμενος στόχος του ήξερε να φυλάγεται. Δεν ήταν τυχαίο ότι συνέχιζε να κυκλοφορεί ελεύθερος έπειτα από τόσα χρόνια παρανομίας. Οι γνωριμίες του ήταν αμέτρητες, γεγονός που του εξασφάλιζε αμνηστία έναντι κάθε αστυνομικής έρευνας. Εκεί όπου η αστυνομία αδυνατούσε να επέμβει – ή μάλλον επέλεγε να μην το κάνει – θα έκανε την κίνησή του ο ερασιτέχνης δολοφόνος. Είχε ήδη θέσει σε εφαρμογή το πρώτο απαιτητικό του σχέδιο. Εδώ και τρεις ημέρες παρακολουθούσε στενά, αλλά διακριτικά, το επόμενο θύμα του.
Η καθημερινότητά του δε θύμιζε σε τίποτα εκείνη ενός ανθρώπου της νύχτας. Περνούσε το μεγαλύτερο κομμάτι της ημέρας του στην υπερπολυτελή κατοικία του, μαζί με τις πέντε γυναίκες του – τουλάχιστον τόσες είχε μετρήσει ο επίδοξος δολοφόνος του – και τη μητέρα του, την οποία πρέπει να αγαπούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Δεν είχε δυσκολευτεί να το διαπιστώσει αυτό ο καρδιοχειρουργός, παρατηρώντας τη συμπεριφορά του Ντικ απέναντί της. Η πρώτη του σκέψη ήταν ότι θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί την αδυναμία του θύματός του για εκείνη, μα ακόμα δεν είχε σκαρφιστεί τον τρόπο. Ίσως, τελικά, να μην ήταν τόσο καλή ιδέα να ταλαιπωρήσει μία ηλικιωμένη γυναίκα, με απώτερο σκοπό να της στερήσει το μονάκριβο γιο της. Όχι, τόσο αδίστακτος δεν ήταν, τουλάχιστον όχι ακόμα.
Το κυριότερο πρόβλημα, πάντως, δεν ήταν άλλο από το προσωπικό ασφαλείας. Ούτε λόγος, φυσικά, για να διαρρήξει τη μονοκατοικία, καθώς ήταν εξοπλισμένη με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας στον τομέα της ασφάλειας, ενώ η φρουρά του Ντικ Ραμόν δεν άφηνε ούτε ένα τρωτό σημείο για κάποιον με βλέψεις σαν τις δικές του. Η μόνη του ευκαιρία ήταν να τον απαγάγει εκτός της οικίας του, όμως και πάλι συνοδευόταν συνεχώς από την πενταμελή του φρουρά, όπου κι αν πήγαινε. Ήταν μια αποστολή απαιτητική ακόμα και για έναν επαγγελματία δολοφόνο, πόσο μάλλον για έναν ερασιτέχνη που δε δεχόταν ούτε μαχαίρι να κρατήσει στο χέρι του.
Με βάση όλες αυτές τις παρατηρήσεις, ήταν φανερό πως για να καταφέρει να διαπεράσει την απροσπέλαστη προστασία του Ντικ Ραμόν ήταν αναγκασμένος να δημιουργήσει ο ίδιος τις συνθήκες που θα του επέτρεπαν κάτι τέτοιο. Και για να δημιουργήσει ανάλογες συνθήκες όφειλε να καταστρώσει ένα έξυπνο σχέδιο, που σίγουρα θα περιείχε το τέχνασμα του αντιπερισπασμού. Μόνο που δρούσε ολομόναχος, επομένως δε θα είχε άμεση βοήθεια από κανέναν για να πετύχει έναν αποτελεσματικό αντιπερισπασμό, ικανό να του εξασφαλίσει τον απαιτούμενο χρόνο για την απαγωγή.
«Μα τι σκέφτομαι; Δεν υπάρχει περίπτωση να τα καταφέρω! Μόλις τώρα ξεκίνησα! Δε γίνεται να τα βάλω με κάποιον τόσο βαθιά ριζωμένο στον υπόκοσμο!» αναφώνησε μελετώντας όλα τα πιθανά σενάρια της αποστολής του. Ίσως ήταν προτιμότερο να συνεχίσει με εύκολα θύματα, όπως ο Τζον Φάροου. Τότε, βέβαια, δε θα μάθαινε ποτέ αν είναι έτοιμος να πάρει την εκδίκησή του. Επίσης, δε θα προσέφερε καμία ουσιαστική υπηρεσία στην κοινωνία, αφού το μεγαλύτερο κακό το προκαλούν άτομα σαν τον Ντικ Ραμόν. «Σε τέτοιους ανθρώπους καλούμαι να επικεντρώσω το ενδιαφέρον μου.» τόνισε στον εαυτό του, σε μια προσπάθεια να βρει τη χαμένη του αυτοπεποίθηση.
Το μόνο που μπορούσε να κάνει προς το παρόν ήταν να συνεχίσει να παρακολουθεί τον Ντικ. Ήλπιζε πως θα ανακάλυπτε κάποιο κενό, κάποια μικρή αλλά υπαρκτή ευκαιρία να διασπάσει την άμυνά του χωρίς να γίνει αντιληπτός από κανέναν. Την τέταρτη ημέρα της παρακολούθησης, και για την ακρίβεια αργά τη νύχτα, για πρώτη φορά μπροστά στα μάτια του επίδοξου δολοφόνου του ο κύριος Ραμόν επισκέφτηκε έναν από τους οίκους ανοχής του. «Ενδιαφέρον…» σκέφτηκε ο γιατρός την ώρα που στάθμευε λίγο πιο μακριά από την είσοδο του ανίερου χώρου. Ποτέ του μέχρι τότε δεν είχε βρεθεί σε ένα τέτοιο μέρος. Ανέκαθεν κατηγορούσε τον πληρωμένο έρωτα, τόσο για τον υγειονομικό κίνδυνο που έθετε, όσο και για τη στέρηση της υπέροχης αίσθησης του κυνηγιού μιας όμορφης γυναίκας.
Το σκέφτηκε αρκετή ώρα προτού αφήσει την ασφάλεια του οχήματός του και κατευθυνθεί προς τον οίκο ανοχής. Τι θα έκανε; Θα έμπαινε μέσα; Δεν μπορούσε ούτε καν να το διανοηθεί. Μα ούτε και έξω μπορούσε να μείνει. Πλέον δύο ήταν οι επιλογές του: να εξετάσει εξονυχιστικά το χώρο ή να επιστρέψει στο σπίτι του με την ουρά στα σκέλια. «Όχι, δε θα τα παρατήσω τόσο εύκολα. Άλλωστε, τι είναι η επίσκεψη ενός οίκου ανοχής μπροστά σε μια δολοφονία;» παρατήρησε εύστοχα και έτσι βρήκε το κουράγιο που χρειαζόταν για να δράσει σε αντίφαση με την ιδεολογία του, ξεπερνώντας τις ηθικές του αναστολές.
Ηθική. Τι είναι η ηθική; Σίγουρα οι θαμώνες ενός τέτοιου «καταστήματος» αγνοούσαν όχι μόνο την έννοιά της, αλλά ίσως ακόμα και την ύπαρξή της. Η γύμνια του ανθρώπινου κορμιού, αντρικού ή γυναικείου, δε συγκλόνιζε ποτέ το γιατρό. Είχε συνηθίσει στη θέα της, είχε συμφιλιωθεί με τη δική του, είχε αγαπήσει εκείνη της γυναίκας του. Έτσι γεννιέται ο άνθρωπος, γυμνός σωματικά και πνευματικά. Η σωματική γύμνια καλύπτεται εύκολα και απλά, όμως η πνευματική πολύ πιο δύσκολα και επώδυνα. Αυτό, λοιπόν, ήταν που τον ωθούσε να μισήσει την ανθρώπινη φύση, να νιώσει ως ένα ξένο σώμα στην ίδια του την κοινωνία, η πνευματική γύμνια. Και γύρω του κυριαρχούσε ο εκφυλισμός του πνεύματος.
Τα ζωώδη του ένστικτα επικροτούσαν τη συγκεκριμένη θέα της απογυμνωμένης γυναικείας σάρκας, ωστόσο αηδίαζε με τη χυδαιότητα που οι ελευθέρων ηθών γυναίκες ξεπουλούσαν το σίγουρα «πλαστικό» κορμί τους. Περισσότερο, ασφαλώς, αηδίαζε με την αντρική, κατά κύριο λόγο γερασμένη, παρουσία. Προφανώς επρόκειτο για επιχειρηματίες, ή γενικότερα επιτυχημένους επαγγελματίες – όπως άλλωστε ήταν και ο ίδιος μέχρι να παρατήσει την ιατρική – που δεν ικανοποιούνταν με τη συντροφιά των γυναικών τους, ή η εμφάνισή τους δεν ήταν τέτοια που θα τραβούσε την προσοχή κάποιας χωρίς το αντίκρισμα της αμοιβής.
Αναζήτησε με το βλέμμα του τον Ντικ Ραμόν, μα δίχως αποτέλεσμα. Υπέθεσε πως ο στόχος του είχε απομονωθεί σε ένα από τα πολυτελή δωμάτια του οίκου, πιθανότατα με τις πιο εμφανίσιμες από τις εργαζόμενές του. Αφού τις είχε στη δούλεψή του, γιατί να μην τις απολαύσει; Ούτε από τη φρουρά του εντόπισε κάποιο ίχνος, γεγονός που του επέτρεπε να ερευνήσει το χώρο, και ίσως να ανακαλύψει πού ακριβώς βρισκόταν ο ιδιοκτήτης.
Έκανε ένα βήμα μπροστά, όμως ένα χέρι τον έπιασε από τον αυχένα, κρατώντας τον στην ίδια θέση. Αν από την εμπειρία του δεν καταλάβαινε πως το χέρι που τον είχε αρπάξει ήταν γυναικείο, θα είχε χρησιμοποιήσει μία από τις λαβές που είχε μάθει να χρησιμοποιεί τους τελευταίους μήνες της προετοιμασίας του. Η απαλή αίσθηση και η μεθυστική μυρωδιά στιγμιαία επηρέασαν την κρίση του και τον άφησαν να περιπλανηθεί στα πιο σκοτεινά σημεία της συνείδησής του. Είχε περάσει αρκετός καιρός από την τελευταία φορά που είχε ικανοποιήσει τις σεξουαλικές του ορμές, κι αυτό τον έθετε ευάλωτο στον πειρασμό της γυμνής γυναικείας σάρκας. Παρ’ όλα αυτά, κατείχε την πνευματική δύναμη προκειμένου να αντισταθεί σε οποιονδήποτε πειρασμό. Τη δύναμη αυτήν την αντλούσε κυρίως από την αθάνατη και αστείρευτη αγάπη του για τη χαμένη του οικογένεια.
– Καλώς ήρθες. Δε σε έχω ξαναδεί εδώ. Ένας τόσο γοητευτικός άντρας δε θα περνούσε ποτέ απαρατήρητος.
Η προκλητική και πρόστυχη φωνή της κοπέλας – με βάση το άκουσμά της δεν πρέπει να ήταν παραπάνω από είκοσι πέντε ετών – γαργάλισε ευχάριστα τα αυτιά του, πιο ευχάριστα ακόμα και από τα γέλια και τα προσποιητά βογκητά των συναδέλφων της. Γύρισε και την κοίταξε. Τελικά ούτε είκοσι πέντε ήταν. Του φάνηκε ακόμα νεότερη, γύρω στα είκοσι. Ήταν ιδιαίτερα όμορφη, και σίγουρα αν τη συναντούσε κάπου έξω δε θα φανταζόταν πως ασκεί ένα τόσο αταίριαστο για το πρόσωπό της επάγγελμα. Και ο λόγος ήταν ότι είχε ένα γλυκό και αθώο πρόσωπο, σχεδόν σαν εκείνο της κόρης του, που δεν είχε προλάβει να γιορτάσει τα έκτα της γενέθλια. Τα γαλάζια της μάτια εξέπεμπαν ένα φως γνώσης και ωριμότητας εντυπωσιακής για το νεαρό της ηλικίας της. Τα λαμπερά μαύρα μαλλιά της έπεφταν απαλά στους ώμους της και συνέχιζαν πίσω στην πλάτη της. Τα ρούχα της, ωστόσο, δεν την κολάκευαν καθόλου. Υπερτόνιζαν με άσεμνο τρόπο τα γυναικεία προσόντα της, τα οποία ομολογουμένως ήταν αρκετά για να τον εντυπωσιάσουν και να τον αναγκάσουν για μια στιγμή να τη φαντασιωθεί. Αμέσως μετάνιωσε για τις αρρωστημένες του σκέψεις.
– Αυτός ο γοητευτικός άντρας δε θα περίμενε να δει μια τόσο γλυκιά και έξυπνη κοπέλα εδώ.
Η πόρνη φάνηκε μπερδεμένη. «Πόρνη… Όχι, δεν της ταιριάζει αυτός ο χαρακτηρισμός.» σκέφτηκε, συγκρίνοντάς την με όλες τις υπόλοιπες. Ένιωσε δυσάρεστα, θύμωσε ακόμα περισσότερο με τον Ντικ Ραμόν. Ποιος ξέρει τι κρυβόταν πίσω από τα γαλάζια λάγνα μάτια της νεαρής κοπέλας. Ποιος ξέρει τι την είχε ωθήσει να ασκήσει το συγκεκριμένο επάγγελμα. «Κανένα επάγγελμα, βέβαια, δεν είναι ντροπή. Αυτό της πόρνης, μάλιστα, είναι το πιο αρχαίο.» παρατήρησε, και αισθάνθηκε και πάλι άσχημα που τη χαρακτήρισε στο μυαλό του με αυτόν τον τρόπο.
– Τι σε κάνει να με αποκαλείς έξυπνη; Ούτε που με ξέρεις. Εκτός κι αν έτσι τη βρίσκεις…
Δεν της ταίριαζε να μιλά με αυτόν τον αισχρό τρόπο. Τη λυπήθηκε. Εντελώς απρόσμενα ξύπνησε μέσα στο μυαλό του μια φωνή που του ζήτησε απεγνωσμένα να βοηθήσει την κοπέλα. Όμως δεν μπορούσε να ασχοληθεί μαζί της. Όφειλε να βρει τον Ντικ Ραμόν. Όπως και να είχε, άξιζε λίγο από τον πολύτιμο χρόνο του.
– Έχεις έξυπνο βλέμμα. Δε χρειάζεται να σου μιλήσω για να το καταλάβω. Γιατί βρίσκεσαι εδώ;
Η νεαρή κοπέλα ενοχλήθηκε από την αυθόρμητη και γελοία ερώτησή του. Όπως ήταν αναμενόμενο, άλλαξε το θέμα της συζήτησης.
– Αν θέλεις κουβεντούλα, μπορούμε να πάμε στο δωμάτιό μου. Έχεις αρκετά χρήματα μαζί σου, έτσι; Τουλάχιστον το ντύσιμό σου αυτό δείχνει.
Πράγματι, το ντύσιμό του πρόδιδε την οικονομική του επιφάνεια. Φορούσε ένα γκρίζο ακριβό παντελόνι, μαύρο μεταξωτό πουκάμισο και το αγαπημένο του ρολόι, στο δεξί χέρι ως αριστερόχειρας που ήθελε ελαφρύ το καλό του χέρι. Το σακάκι του το είχε αφήσει στο εξίσου ακριβό του αυτοκίνητο. Όσο για την πρόταση της κοπέλας, σκέφτηκε πως θα ήταν καλύτερα να γλιτώσει από το ενοχλητικό για την ψυχική του ισορροπία περιβάλλον. Επομένως, αποφάσισε να την ακολουθήσει στο δωμάτιό της. Θα την πλήρωνε για το χρόνο της, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να την εκμεταλλευτεί σεξουαλικά. Όχι ότι τον εμπόδιζε η ιδιότητά της, αφού άλλωστε ήταν εξαιρετικά όμορφη και δεν του θύμιζε σε τίποτα μια κοινή πόρνη, όμως είχε απαρνηθεί κάθε άλλη γυναίκα πέρα από τη σύντροφο της ζωής του. Αυτό σήμαινε ότι δε θα ικανοποιούταν ποτέ ξανά σεξουαλικά, μα δεν τον πείραζε, το είχε αποδεχτεί. Μαζί με την οικογένειά του είχε θάψει και κάθε παρόρμησή του για ζωή.
– Οδήγησέ με.
Τα μάτια του είχαν εξουθενωθεί στην προσπάθειά του να τα στρέφει μακριά από καθετί του προκαλούσε αηδία και οργή, διαδικασία ιδιαίτερα επίπονη, καθώς ο χώρος που μόλις είχε αφήσει πίσω του ήταν γεμάτος με έκτροπα και σκηνές διαστροφής. Διέσχισαν έναν διάδρομο με χαμηλό φωτισμό. Το λιγοστό φως προερχόταν από μερικά κόκκινα φανάρια κατά μήκος του επίσης κόκκινου τοίχου, και από τις δύο πλευρές του διαδρόμου. «Κόκκινο… Το χρώμα του πάθους. Τίποτα δεν είναι τυχαίο.» σκέφτηκε τη στιγμή που η κοπέλα σταματούσε μπροστά στην τελευταία πόρτα στα αριστερά τους. Έβγαλε ένα κλειδάκι από το στήθος της και ξεκλείδωσε. Γλίστρησε μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο και, μέχρι να μπει και ο ίδιος, είχε ανάψει το φως και είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι.
– Ένας άντρας σαν εσένα θα χρειαστεί αρκετή ώρα. Ο τελευταίος μου πελάτης ήταν ένας ηλικιωμένος δικαστής που τελείωσε σε δυο λεπτά. Να’ ναι καλά τα χάπια του. Θα ήθελα να αποφύγω τέτοιες δυσάρεστες εμπειρίες, τουλάχιστον γι’ απόψε. Τι λες; Θα μείνεις όλη τη βραδιά; Θα σου κάνω και έκπτωση.
Έπιασε τον εαυτό του να σκέφτεται την ενδιαφέρουσα πρότασή της. «Όχι, ποτέ.» πρόσταξε την αδύναμη πλευρά του, εκείνη που ήταν επιρρεπής στο ζωώδες ένστικτο του ζευγαρώματος.
– Πώς σε λένε;
Όλη εκείνη την ώρα αναρωτιόταν ποιο ήταν το όνομά της. Καιρός ήταν να θέσει την ερώτηση.
– Κάρεν. Εσένα;
Για μια στιγμή δίστασε. Θα ήταν φρόνιμο να της αποκαλύψει το πραγματικό του όνομα; Με δεδομένο πως κυνηγούσε τον εργοδότη της, καλό θα ήταν να μην άφηνε κανένα ίχνος που ενδεχομένως θα τον πρόδιδε στο μέλλον. Ξεστόμισε το πρώτο όνομα που ήρθε στο μυαλό του.
– Χανκ.
– Χαίρομαι που σε γνωρίζω, Χανκ. Χανκ, ε; Δεν ξέρω γιατί, αλλά δε σου ταιριάζει αυτό το όνομα. Οι γονείς σου δεν αποφάσισαν σωστά.
«Μια χαρά αποφάσισαν οι γονείς μου… Εγώ θα έπρεπε να ντρέπομαι που κυνηγάω ανθρώπους για να τους σκοτώσω, επισκέπτομαι οίκους ανοχής και παρουσιάζομαι ως κάποιος που δεν είμαι.».
– Ας μη μιλήσουμε για τους γονείς μου. Τι θα έλεγες να μου πεις εσύ για τους δικούς σου;
Σίγουρα η Κάρεν δεν περίμενε κάτι τέτοιο από τον πελάτη της, ο οποίος δεν είχε κάνει την παραμικρή κίνηση για να βρεθεί δίπλα της στο κρεβάτι.
– Τι θέλεις;
– Όχι σεξ πάντως. Αυτό πρέπει να το έχεις καταλάβει.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι και τον πλησίασε. Στάθηκε ακριβώς μπροστά του. Ήταν αρκετά ψηλή. Έφτανε σχεδόν μέχρι τη μύτη του. Άπλωσε τα χέρια της και τον αγκάλιασε από το λαιμό. Τα ένιωσε ζεστά και απαλά. Τα δάχτυλά της ήταν λεπτά και μακριά, σαν τα δικά του.
– Ποιος είσαι Χανκ; Όπως σου είπα, άντρες σαν εσένα δεν έρχονται σε αυτό το μέρος. Μπορείς να έχεις όποια θέλεις. Γιατί να πληρώσεις κάποια που πηγαίνει με τον οποιοδήποτε;
Είχε απόλυτο δίκιο. Το ίδιο κι εκείνος, όταν νωρίτερα την είχε αποκαλέσει έξυπνη. Το έβλεπε ξεκάθαρα στο βλέμμα της, και πλέον στα λόγια της. Δε θα αιφνιδιαζόταν αν μάθαινε ότι η νεαρή κοπέλα ήταν φοιτήτρια κάποιας ακριβής σχολής. Αυτό θα εξηγούσε και την ανάγκη της για χρήματα. Και πάλι, όμως, δεν μπορούσε να τη δικαιολογήσει. Κατηγορούσε τον Ντικ Ραμόν που εκμεταλλευόταν τέτοιες γυναίκες, μα δεν μπορούσε να την αφήσει στο απυρόβλητο. Φαινόταν τόσο ξεχωριστή, κι όμως είχε εκπέσει σε μία κοινή πόρνη.
– Και εγώ σε ξαναρωτώ. Γιατί κάποια σαν εσένα να βρίσκεται εδώ; Θα μπορούσες να κερδίσεις τα χρήματα που χρειάζεσαι με οποιονδήποτε άλλον τρόπο. Και για να μη με παρεξηγήσεις, ορίστε και τα λεφτά που σου χρωστάω για το χρόνο σου.
Ολοκληρώνοντας την τελευταία του πρόταση, έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού του όσα χρήματα είχε μαζί του, τέσσερις χιλιάδες δολάρια, και της τα έδωσε. Εκείνη έμεινε με το στόμα ανοιχτό στη θέα των χρημάτων.
– Αυτά είναι πάρα πολλά!
– Τότε έλα μαζί μου και μην ξαναγυρίσεις σε αυτό το μέρος.
«Μα τι λέω; Από πού κι ως πού της ζητάω να έρθει μαζί μου; Τι σκέφτομαι;» αναρωτήθηκε. Εκείνη προφανώς αναρωτιόταν πολύ πιο έντονα. Ένας ξένος εμφανιζόταν από το πουθενά, της χάριζε χρήματα, και της πρότεινε να φύγει μαζί του για πού;
– Τελικά τι θέλεις από μένα Χανκ; Αν όχι το κορμί μου, τι άλλο;
Ρώτησε ακριβώς αυτό που σκόπευε να τη ρωτήσει από την αρχή, πριν θέσει την παράλογη πρότασή του.
– Ξέρεις πού είναι ο Ραμόν;
Εκείνη για ακόμα μία φορά τον κοίταξε με σαφή απορία στα όμορφα μάτια της. Για ποιον λόγο μπορεί να γύρευε ο μυστηριώδης πελάτης της το αφεντικό της; Ήταν φίλοι, συνέταιροι, γνωστοί, μήπως εχθροί; Σε αυτό το μήκος κύματος κυμαίνονταν οι σκέψεις της, ήταν σίγουρος. Τίποτα από τα παραπάνω, ωστόσο, δεν ανταποκρινόταν στην αλήθεια. Εννοείται πως δεν μπορούσε να της αποκαλύψει αυτήν την αλήθεια, δηλαδή ότι κυνηγούσε τον Ραμόν για να τον χειρουργήσει και να τον σκοτώσει.
– Γι’ αυτό θέλεις να με πάρεις από εδώ; Είστε ανταγωνιστές; Θέλεις να με βάλεις να δουλέψω για σένα;
«Πράγματι, αυτό είναι το πιο λογικό σενάριο.» παραδέχτηκε στον εαυτό του. Το γεγονός ότι της είχε ζητήσει να φύγει από την επιχείρηση του Ντικ Ραμόν ενίσχυε την υπόθεση της ανυποψίαστης κοπέλας. Έσπευσε να τη διορθώσει.
– Όχι, δε θα μπορούσα ποτέ να εμπορευτώ το γυναικείο σώμα. Μάλιστα αυτή είναι η πρώτη φορά που επισκέπτομαι ένα τέτοιο μέρος.
Εκείνη τον κοίταξε με δυσπιστία, αλλά τελικά δέχτηκε την αλήθεια στα λόγια του. Αυτό, βέβαια, δεν έλυνε την απορία της. Γιατί να τη ρωτήσει πού βρίσκεται ο Ραμόν; Τι αποζητούσε αν δεν είχε καμιά σχέση με τέτοιου είδους επιχειρήσεις; Το ίδιο θα αναρωτιόταν κι αυτός στη θέση της. Όχι ότι θα μπορούσε ποτέ να βρεθεί στην ίδια θέση. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε ριζικές αλλαγές, και σίγουρα αρκετές χειρουργικές επεμβάσεις.
– Τότε τι τον θέλεις τον Ραμόν;
«Να τον σκοτώσω.» είπε νοερά μόνο στον εαυτό του. Στην Κάρεν απάντησε πιο διπλωματικά, κρύβοντας περίτεχνα την αλήθεια.
– Έχω κάποιους ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί του.
– Ας είναι. Μπορώ να σου πω πού είναι, μα δε νομίζω να καταφέρεις να τον δεις…
Ήταν δική του η σειρά να την κοιτάξει απορημένος, αν και στην πορεία κατάφερε να φανταστεί τι εννοούσε. Η Κάρεν συνέχισε να του μιλά, εξηγώντας του πώς είχαν τα πράγματα στο μεγαλύτερο από τους οίκους ανοχής του Ντικ Ραμόν.
– Όπως θα πρόσεξες, η κεντρική σάλα αποτελεί το χώρο των οργίων. Εμείς βρισκόμαστε στο δωμάτιό μου, ένα από τα δεκάδες για όσους θέλουν να απομονωθούν με την κοπέλα της αρεσκείας τους. Υπάρχουν, επίσης, δωμάτια για κάθε είδους σεξουαλική διαστροφή, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Τον Ραμόν δε θα τον βρεις σε κανέναν από όλους αυτούς τους χώρους. Για τον εαυτό του και τους πιο ξεχωριστούς πελάτες έχει διαμορφώσει μία σάλα στον τελευταίο όροφο, όπου, εκτός από πολλές γυναίκες, υπάρχουν και άφθονα ναρκωτικά. Έχω βρεθεί εκεί μόνο μερικές φορές…
Η τελευταία της πρόταση ξύπνησε μέσα του το θηρίο που είχε αναλάβει τις πιο φρικτές από τις πράξεις του, το ίδιο θηρίο που είχε σκοτώσει τον Τζον Γουάιτ, εκείνο που είχε θέσει ως στόχο τον Ντικ Ραμόν.
– Εσύ κι αυτός…
Η αμήχανη σιωπή της ήταν αρκετή σαν απάντηση. «Αυτό ήταν. Θα τον σκοτώσω τον αλήτη. Θα τον κόψω σε χίλια κομματάκια, κι αυτά θα τα κάψω και θα τα πετάξω σε λυσσασμένα σκυλιά.». Προφανώς η οργή του αποτυπώθηκε και στο πρόσωπό του.
– Τι συμβαίνει; Ζηλεύεις; Νόμιζα πως δε σε ενδιαφέρει να πας μαζί μου…
Ταυτόχρονα τον αγκάλιασε ξανά, αυτήν τη φορά περνώντας τα χέρια της γύρω από τη μέση του. Εκείνος έκανε να τραβηχτεί, μα δεν είχε αρκετή θέληση ώστε να ελευθερωθεί από την απαλή και ευχάριστη λαβή της. Τελικά παρέμεινε ακίνητος, προσπαθώντας να την κοιτάξει πίσω από το γαλάζιο χρώμα των ματιών της, να την ψυχολογήσει, να την αξιολογήσει ως χαρακτήρα.
– Υπάρχουν πολλά που δεν ξέρεις για μένα. Ένα από αυτά είναι ότι έχω ορκιστεί στη μνήμη της γυναίκας μου να μην την αντικαταστήσω ποτέ.
Σίγουρα κάτι τέτοιο δεν περίμενε να το ακούσει η Κάρεν, που αμέσως μάζεψε τα χέρια της και έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω. Φάνηκε έκπληκτη, αλλά και εντυπωσιασμένη, ίσως και συγκινημένη.
– Στη μνήμη της; Θέλεις να πεις πως δε ζει πια; Λυπάμαι… Πάντως ο όρκος σου μου φαίνεται εξωπραγματικός. Δηλαδή πιστεύεις πως θα αντέξεις για όλη την υπόλοιπη ζωή σου να μην πας με γυναίκα;
Είχε δίκιο. Αγνοούσε, βέβαια, το πιο σημαντικό στοιχείο. Όλη η υπόλοιπη ζωή του δε μετρούσε περισσότερα από ένα ή δύο χρόνια. Τόσα υπολόγιζε ότι θα χρειαζόταν για να ολοκληρώσει το σχέδιό του και να πάρει την εκδίκησή του. Από εκεί και πέρα δε θα τον ένοιαζε να συνεχίσει να υπάρχει.
– Ναι.
Αυτό το «ναι» το είπε με τόση σιγουριά, που ακόμα κι αν προηγουμένως δεν το πίστευε απόλυτα, διέλυσε και την τελευταία του αμφιβολία.
– Σε θαυμάζω. Σπουδάζω. Γι’ αυτό χρειάζομαι τα χρήματα. Γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ. Από μικρή ονειρευόμουν να γίνω γιατρός. Όχι τόσο για να βοηθάω τους ανθρώπους, που κι αυτό είναι σημαντικό, μα κυρίως για να κατανοήσω την ανθρώπινη φύση όσο καλύτερα γίνεται. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις, πάντως αυτή είναι η δική μου αλήθεια, και ένιωσα πως μπορώ να σου την εμπιστευτώ…
Το είχε φανταστεί, αλλά όχι με τέτοιες εντυπωσιακές λεπτομέρειες. Ακούγοντάς την αισθάνθηκε σχεδόν είκοσι χρόνια νεότερος, τότε που είχε αποφασίσει ότι η επιστήμη που του ταιριάζει δεν είναι άλλη από την ιατρική. Μέχρι τα δεκαεπτά του δεν είχε ιδέα τι ήθελε να κάνει στη ζωή του, και σίγουρα δεν ενθουσιαζόταν με την ιδέα της μητέρας του να γίνει γιατρός, όπως εκείνη. Όμως εκείνη τη χρονιά είχαν έρθει τα πάνω κάτω στη ζωή του. Και να που η Κάρεν έλεγε ακριβώς αυτό που είχε πει και ο ίδιος για πρώτη φορά τότε, όταν είχε χάσει τον πατέρα του.
– Πάμε να φύγουμε από εδώ Κάρεν. Έχω πολλά να σου πω.
Τελικά η κοπέλα δεν έφερε καμία αντίρρηση, γεγονός που τον ανακούφισε. Δεν ήξερε πού θα την πήγαινε, ή τι ακριβώς θα της έλεγε, όμως δε σκόπευε να την αφήσει σε ένα τέτοιο αποτρόπαιο μέρος.
– Περίμενε να αλλάξω.
Και την ίδια κιόλας στιγμή άρχισε να γδύνεται, μπροστά του. Τα έχασε. Έτρεξε προς την πόρτα και όρμησε στο διάδρομο. Είχε δει αρκετές από τις πόρνες του οίκου ανοχής του Ραμόν χωρίς ρούχα στην αποκαλούμενη σάλα των οργίων, όμως γι’ αυτόν η Κάρεν δεν ήταν πόρνη. Τη σεβόταν, την εκτιμούσε, τη συμπαθούσε. Την περίμενε, λοιπόν, έξω από το δωμάτιό της. Όταν βγήκε, έφυγαν μαζί, πιασμένοι χέρι χέρι, έτσι ώστε αν τους έβλεπε κανείς να θεωρήσει ότι την είχε πληρώσει για υπηρεσίες στον ιδιωτικό του χώρο. «Έτσι δικαιολογούνται και οι τέσσερις χιλιάδες που με πλήρωσες.» του είπε φτάνοντας στο αυτοκίνητό του, χαμογελώντας πονηρά και κλείνοντάς του το μάτι.
Με λίγα λόγια, η αποστολή του να διερευνήσει την επικείμενη απαγωγή του Ντικ Ραμόν είχε μετατραπεί σε αποστολή να σώσει μία από τις εργαζόμενες στον οίκο ανοχής του. «Τι είδους δολοφόνος είμαι; Όχι, τελικά δε θα με χαρακτήριζα δολοφόνο. Ένας απλός χειρουργός είμαι, που έχει αποφασίσει να μη χειρουργήσει ποτέ ξανά σωστά.» σκέφτηκε, και δεν μπόρεσε να κρύψει ένα σαρδόνιο χαμόγελο, το οποίο δεν πέρασε απαρατήρητο από την Κάρεν, που δεν έπαιρνε το βλέμμα της από πάνω του όσο εκείνος οδηγούσε.
– Προς τι το πανούργο χαμόγελο; Τι έχεις στο μυαλό σου;
Αν της έλεγε ακριβώς τι είχε στο μυαλό του, τότε… «Τότε τι; Θα με καταδώσει; Θα τρέξει να προειδοποιήσει τον Ραμόν; Δε νομίζω…». Για μια στιγμή σκέφτηκε να της πει τα πάντα, ωστόσο συγκρατήθηκε. «Ίσως αργότερα, αφού κερδίσω την εμπιστοσύνη της…».
– Πολλά πράγματα έχω στο μυαλό μου. Όλα στην ώρα τους. Κάρεν, ξέρεις κάτι; Μου θυμίζεις τον εαυτό μου…
Όλο το βράδυ μιλούσαν. Είχαν καθίσει στο σαλόνι του διαμερίσματός του, είχαν ανοίξει ένα μπουκάλι κρασί, έπιναν και συζητούσαν με τις ώρες. Μέχρι που ξημέρωσε, και το πρώτο φως του ήλιου τους βρήκε κοιμισμένους, με το κεφάλι της φοιτήτριας γερμένο στον αριστερό ώμο του καρδιοχειρουργού. Της είχε διηγηθεί τα σημαντικότερα συμβάντα της ζωής του μέχρι τη δολοφονία της κόρης του και της γυναίκας του. Η Κάρεν είχε συγκλονιστεί με την αποκάλυψή του, γι’ αυτό και είχε επιλέξει να μην της πει περισσότερα, τουλάχιστον προς το παρόν. Έτσι, αφού είχαν αδειάσει το μπουκάλι με το κρασί, βυθίστηκαν εύκολα σε έναν γαλήνιο ύπνο.
Ήταν μεσημέρι όταν την ένιωσε να κουνιέται και άνοιξε τα μάτια του. Της μαγείρεψε και έφαγαν. Δεν αντάλλαξαν την παραμικρή κουβέντα μέχρι να ολοκληρώσουν το γεύμα τους. Του έλειπαν τα γεύματα με την οικογένειά του. Ίσως η έκφραση του προσώπου του πρόδωσε τις σκέψεις και τα συναισθήματά του.
– Τις σκέφτεσαι, έτσι;
– Τόσο προφανές είναι;
– Όποτε μιλάς για εκείνες το βλέμμα σου χάνεται στο κενό.
Είχε δίκιο. Το καταλάβαινε και ο ίδιος. Είχε αυτήν την αίσθηση, την περιπλάνηση σε απόκοσμα μονοπάτια, που μόνο η δική του συνείδηση αντιλαμβανόταν και σε όλους τους άλλους ήταν αόρατα, κρυφά, ίσως και απαγορευμένα.
– Είπες πως ο άνθρωπος που τις σκότωσε κυκλοφορεί ακόμα ελεύθερος. Δεν έχεις μπει ποτέ στον πειρασμό να αποζητήσεις εκδίκηση;
«Δε φαντάζεσαι…» σχολίασε μόνο στον εαυτό του.
– Πολλές φορές. Όλοι μας κρύβουμε ένα κτήνος βαθιά κρυμμένο στο υποσυνείδητό μας.
– Αυτό ξαναπές το. Τελικά δε μου είπες τι είδους ανοιχτούς λογαριασμούς έχεις με τον Ραμόν.
Σηκώθηκε από το τραπέζι και άρχισε να μαζεύει τα πιάτα. Ήλπιζε η σιωπή του να την αποθαρρύνει. Όντως αυτό συνέβη.
– Εντάξει, δε χρειάζεται να μου πεις αν δε θέλεις. Τώρα τι κάνουμε;
Την κάρφωσε με το βλέμμα του. Κανείς δεν αντιστεκόταν στην ψυχολογική πίεση που ασκούσε με το συγκεκριμένο τρόπο. Αρχικά η φοιτήτρια τον αντιμετώπισε με ψυχραιμία, όμως τελικά λύγισε. Έστρεψε κάπου αλλού το βλέμμα της, μακριά από το παγωμένο και ηλεκτρισμένο του πρόσωπο. Εκμεταλλεύτηκε την προσωρινή αβεβαιότητά της για να εκμαιεύσει τις πληροφορίες που χρειαζόταν. Ό, τι κι αν είχε μεσολαβήσει, ο στόχος του παρέμενε σταθερός και αμετάβλητος στο μυαλό του. Ήθελε νεκρό τον Ντικ Ραμόν και θα το πετύχαινε.
– Τώρα πες μου ό, τι ξέρεις για τον Ραμόν, όσο ασήμαντο κι αν σου φαίνεται.
Χωρίς καν να τον κοιτάξει, χωρίς καν να εκφράσει την παραμικρή απορία, το παραμικρό παράπονο, άρχισε να μιλά. Τα περισσότερα από αυτά που του είπε τα γνώριζε ήδη ο ερασιτέχνης δολοφόνος. Παρ’ όλα αυτά, μία πληροφορία την αγνοούσε, και αυτή θα μπορούσε να αποδειχτεί καθοριστική για την πραγμάτωση του στόχου του. Η μητέρα του Ντικ Ραμόν έπασχε από μία σοβαρή καρδιοπάθεια. Ο Ραμόν είχε απευθυνθεί σε όλους τους διακεκριμένους καρδιοχειρουργούς της χώρας, μα κανένας δεν είχε τολμήσει να δοκιμάσει μία επέμβαση με απειροελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας.
– Αυτό είναι!
Αναφώνησε γεμάτος ενθουσιασμό. Τελικά η περίεργη σχέση που είχε αναπτύξει με την Κάρεν αποδεικνυόταν ιδιαίτερα εποικοδομητική. Η νεαρή φοιτήτρια τού είχε προσφέρει το συνδετικό κρίκο που του έλειπε για να απομονώσει τον Ραμόν και να τον απαγάγει χωρίς να κινήσει την παραμικρή υποψία.
– Τι εννοείς;
Της είχε πει πως ήταν γιατρός, αλλά είχε αποκρύψει τις σημαντικές λεπτομέρειες. Άλλωστε, ούτε καν το πραγματικό του όνομα δεν της είχε αποκαλύψει ακόμα, πόσο μάλλον το γεγονός ότι ήταν ένας από τους πιο φημισμένους χειρουργούς στον τομέα του.
– Εννοώ πως είναι ώρα για εγχείρηση.
Η απορία της εξαπλώθηκε, από τα μάτια της στο υπόλοιπο πρόσωπό της, καθώς και στη γενικότερη κινησιολογία της.
– Αλήθεια, δε μου είπες ποια είναι η ειδικότητά σου…
Δε χρειάστηκαν περισσότερες εξηγήσεις για να συγχρονιστεί η κοπέλα με το συλλογισμό του. Κι έτσι βάλθηκε να καταστρώσει το σχέδιό του, με την Κάρεν να τον πυρπολεί με ερωτήσεις, τόσο για την ειδικότητά του, όσο και για το τι είχε στο μυαλό του σχετικά με την εγχείρηση στη μητέρα του Ντικ Ραμόν. Όταν αποδέχτηκε ότι δεν επρόκειτο να του αποσπάσει καμία πληροφορία, βολεύτηκε στον καναπέ και λαγοκοιμήθηκε.
Περίπου τρεις ώρες αργότερα όλα ήταν έτοιμα. Είχε καταστρώσει το σχέδιό του. Τα ψέματα που θα έλεγε, οι δικαιολογίες που ενδεχομένως θα χρειαζόταν να επικαλεστεί, το άλλοθί του, τα χρονικά όρια που θα έπρεπε να τηρήσει, και γενικότερα κάθε λεπτομέρεια που είχε υπολογίσει. Ήλπιζε να μην εμφανιζόταν κάποιο απρόβλεπτο εμπόδιο, όπως στην περίπτωση του Τζον Φάροου. Τότε είχε καταφέρει να διαχειριστεί την κρίσιμη κατάσταση, όμως αυτήν τη φορά θα είχε να αντιμετωπίσει αρκετούς οπλισμένους σωματοφύλακες, γι’ αυτό δεν είχε περιθώρια για παραλείψεις.
– Καλημέρα σας. Έρικ Χαρτ. Ο κύριος Ραμόν με περιμένει.
– Ναι, ασφαλώς. Περάστε.
Αυτό ήταν εύκολο. Το προηγούμενο βράδυ, αμέσως μετά τη σύλληψη της λαμπρής του ιδέας, είχε τηλεφωνήσει στην οικία του Ντικ Ραμόν ως φίλος του τελευταίου χειρουργού στον οποίο είχε απευθυνθεί ο επιχειρηματίας για την κατάσταση της μητέρας του. «Ο φίλος και συνάδελφος Τζωρτζ Πέιν μου μίλησε για την περίπτωσή σας, και τολμώ να παραδεχτώ πως μου κίνησε το ενδιαφέρον. Αν καταφέρω να πετύχω αυτό που έχω στο μυαλό μου, τότε η μητέρα σας θα κερδίσει πολλά χρόνια ζωής.» είχε πει χαρακτηριστικά στον Ντικ, ο οποίος είχε πέσει στην παγίδα του πιο εύκολα κι από επτάχρονο παιδάκι. Ήταν τέτοια η λαχτάρα του να σώσει τη μητέρα του, που έκλεισε ραντεβού με τον επίδοξο δολοφόνο του το αμέσως επόμενο πρωί, στις έντεκα. Ο υποτιθέμενος Έρικ Χαρτ δεν είχε καθυστερήσει ούτε λεπτό στο ραντεβού του. Όσο για την Κάρεν, ήταν ασφαλής στο αμφιθέατρο της σχολής της.
Το πρώτο βήμα είχε γίνει. Σύντομα θα βρισκόταν μόνος με τον Ραμόν στο γραφείο του. Φυσικά, δε σκόπευε να τον απαγάγει υπό αυτές τις συνθήκες, δηλαδή με το προσωπικό ασφαλείας να παραφυλάει έξω από το γραφείο, καθώς και σε όλες τις εξόδους. Όχι, αυτό που είχε στο μυαλό του ο πολυμήχανος γιατρός ήταν πολύ πιο πονηρό και σύνθετο. Όταν είχε δηλώσει πως σκόπευε να χειρουργήσει τη μητέρα του Ραμόν, το εννοούσε. Και όντως σκόπευε να προσπαθήσει να θεραπεύσει την καρδιοπάθειά της. Για την ακρίβεια, ήταν αποφασισμένος. Το έβλεπε ως μία πρόκληση, σαν αυτές που αντιμετώπιζε κάποτε, όταν ακόμα ήταν ευτυχισμένος και έβρισκε νόημα στο να σώζει ανθρώπινες ζωές.
Με αυτήν την αποφασιστικότητα μπήκε στο γραφείο του παράνομου επιχειρηματία. Η επίπλωση, η διακόσμηση, και γενικότερα η αύρα του χώρου πρόδιδε την οικονομική επιφάνεια του Ντικ Ραμόν. Ο Ντικ καθόταν στο γραφείο του. Μόλις το βλέμμα του εκτελεστή διασταυρώθηκε με εκείνο του θηράματός του, ξέχασε κάθε εντυπωσιακό αντικείμενο στο χώρο γύρω του. Τα γαλάζια μάτια του Ραμόν δεν έμοιαζαν σε τίποτα με εκείνα της Κάρεν. Ήταν γεμάτα κακία, πονηριά, διαστροφή, αλαζονεία. Ήταν ένας πενηντάρης μαφιόζος, ένας άντρας χωρίς ηθικές αναστολές, με την εντύπωση ότι ο κόσμος του ανήκει και κανένας δεν μπορεί να τον βλάψει. «Τουλάχιστον σε αυτό θα σε διαψεύσω Ντικ.» σκέφτηκε τη στιγμή που έσφιγγε το χέρι του και καθόταν στο ένα από τα δύο καθίσματα μπροστά στο μεγάλο δρύινο γραφείο.
– Στο τηλέφωνο μου δώσατε ελπίδες κύριε Χαρτ. Ελπίζω αυτό να μην αλλάξει.
– Η αλήθεια είναι ότι θα πρέπει να εξετάσω και εγώ ο ίδιος την ασθενή. Ίσως εντοπίσω κάτι που διέφυγε της προσοχής των συναδέλφων μου.
Ο Ραμόν έγνευσε καταφατικά. Τελικά η αλαζονεία του βλέμματός του είχε περιοριστεί, και μάλιστα απουσίαζε εντελώς από τον τόνο της φωνής του. Ήξερε πολύ καλά ότι η υγεία της πολυαγαπημένης του μητέρας κρεμόταν από τα χέρια του μοναδικού χειρουργού που είχε τολμήσει να αναλάβει τη δύσκολη, σχεδόν ανέλπιδη περίπτωσή της.
– Ό, τι χρειαστείτε θα το έχετε. Και χρήματα. Για τη μητέρα μου δεν υπολογίζω τίποτα. Το μόνο που σας ζητώ είναι να κάνετε ό, τι μπορείτε για να τη σώσετε.
– Αυτό ακριβώς σκοπεύω να κάνω κύριε Ραμόν.
Ήξερε πολύ καλά πώς να κερδίσει την εμπιστοσύνη των ασθενών του, καθώς και των συγγενικών τους προσώπων. Πρόσεχε πάντα τη σχέση που έπρεπε να χτίζει, παραμένοντας αποστασιοποιημένος και ουδέτερος, αλλά και ανθρώπινος.
– Μπορώ να δω τη μητέρα σας;
– Ναι, αμέσως. Ακολουθήστε με.
Πού να φανταζόταν ο κακομοίρης ο Ντικ ότι ο άνθρωπος που ίσως να έσωζε τη ζωή της μητέρας του, τελικά θα αφαιρούσε τη δική του. «Όχι, μόνο κακομοίρης δεν είναι αυτός ο αλήτης.». Αν είχε ένα μαχαίρι μαζί του, δύσκολα θα συγκρατούσε τον εαυτό του από το να καρφώσει το θήραμά του καθώς ανέβαιναν τα σκαλιά που οδηγούσαν στο υπνοδωμάτιο της ασθενούς. Δεν τον ένοιαζε που πίσω τους βρίσκονταν δύο από τους άντρες της προσωπικής ασφάλειας του Ραμόν. Με το ίδιο μαχαίρι θα τους εξόντωνε κι αυτούς.
Ξέφυγε από τις αρρωστημένες του σκέψεις μόλις αντίκρισε τη νέα του ασθενή. Είχαν περάσει πολλοί μήνες από την τελευταία φορά που είχε βρεθεί σε αυτήν τη θέση, δηλαδή αυτήν του θεράποντα ιατρού. Η μητέρα του Ραμόν φαινόταν ιδιαίτερα ταλαιπωρημένη. Σίγουρα είχε χάσει αρκετό βάρος τους τελευταίους μήνες. Η εικόνα της, λοιπόν, δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντική. Υπολόγισε πως δεν της έμενε αρκετός χρόνος ζωής. «Ίσως δύο ή τρεις μήνες.» σκέφτηκε καθώς την πλησίαζε.
– Δεν έχει πολύ χρόνο.
Ο Ντικ έσκυψε φανερά στεναχωρημένος το κεφάλι του. Μόνο τότε πρόσεξε τη φαλάκρα του θηράματός του ο καρδιοχειρουργός. «Ασήμαντες λεπτομέρειες. Πίσω στο σχέδιο.» υπενθύμισε στον εαυτό του. Και αυτό το σχέδιο είχε ως εξής…