Κεφάλαιο 3 (Μέρος β): Δωρητής οργάνων

Όλα είχαν εξελιχτεί όπως τα είχε υπολογίσει. Ένιωθε περήφανος που είχε κατευθύνει την κατάσταση εκεί που τον βόλευε. Ο Ντικ Ραμόν είχε δεχτεί χωρίς ιδιαίτερη σκέψη να χειρουργηθεί η μητέρα του, η Τερέζα Μέιν, στη βίλα του θεράποντα γιατρού της. Έτσι, μητέρα και γιος επισκέφτηκαν το μέρος όπου ο γιος θα άφηνε σύντομα την τελευταία του πνοή. Ο ίδιος κίνδυνος πλανιόταν και πάνω από τη μητέρα, ωστόσο οι προθέσεις του δολοφόνου διαφοροποιούσαν τις ελπίδες της από τις αντίστοιχες του Ντικ. Το μόνο αγκάθι στην υπόθεση ήταν η προσωπική φρουρά του Ραμόν. Ακόμα κι αν κατάφερνε να τον απομονώσει και να τον ναρκώσει, η απουσία του θα κινητοποιούσε τους σωματοφύλακές του, οι οποίοι σύντομα θα ανακάλυπταν την αλήθεια και θα τιμωρούσαν τον αυθάδη χειρουργό.

Επομένως, όφειλε να περιμένει υπομονετικά την κατάλληλη στιγμή. Δύο ήταν τα πιθανά ενδεχόμενα για την άφιξη της πολυπόθητης αυτής στιγμής. Σύμφωνα με το πρώτο, θα έσωζε τη ζωή της Τερέζα και έτσι θα κέρδιζε την απόλυτη εμπιστοσύνη του Ντικ. Σύμφωνα με το δεύτερο, η Τερέζα δε θα άντεχε στο χειρουργείο – πράγμα που δυστυχώς ήταν πολύ πιο πιθανό – και τότε ο γιατρός θα προσπαθούσε να συμπαρασταθεί στον απαρηγόρητο γιο της και κάπως έτσι να κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Αυτή ήταν και η μαγική λέξη. Χάρη σε αυτήν δε θα χρειαζόταν να λογαριάσει την απειλή της φρουράς. Είχε ήδη κάνει τα πρώτα βήματα, μα το γεγονός ότι ο Ντικ είχε έρθει ως τη βίλα του με τρεις από τους σωματοφύλακές του αποδείκνυε ότι ακόμα δεν ένιωθε απόλυτα ασφαλής, πόσο μάλλον ανέμελος.

Όσο για τη διεκπεραίωση του χειρουργείου, του ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να τα καταφέρει χωρίς βοήθεια. Σε φυσιολογικές συνθήκες θα χρειαζόταν τουλάχιστον έναν αναισθησιολόγο και έναν εργαλειοδότη. Γι’ αυτό είχε προσφέρει την ευκαιρία στην Κάρεν να βρεθεί σε ένα χειρουργείο πολύ νωρίτερα από το φυσιολογικό. Μπορεί η νεαρή φοιτήτρια να ήταν ανέτοιμη και εντελώς άπειρη, ωστόσο ήλπιζε ότι θα ανταποκρινόταν τουλάχιστον στις οδηγίες που θα της έδινε. Άλλωστε, ο ρόλος της θα περιοριζόταν σε αυτόν της εργαλειοδότριας. Τη δουλειά του αναισθησιολόγου θα την αναλάμβανε ο ίδιος, με όσες γνώσεις διέθετε.

Και έτσι όλα ήταν έτοιμα. Ο Ντικ με τους δύο από τους τρεις άντρες της φρουράς του περίμεναν στο μεγάλο σαλόνι της βίλας, ενώ ο τρίτος είχε σταθεί στην είσοδο του χειρουργείου, στο υπόγειο. Μέσα στο δωμάτιο που ο γιατρός είχε πρόσφατα μετατρέψει σε χειρουργείο βρισκόταν η Τερέζα Μέιν, έτοιμη για τη νάρκωση, και από πάνω της ο διάσημος καρδιοχειρουργός με τη βοηθό του, η οποία έπρεπε να παραμείνει αθέατη.

– Είσαι έτοιμη;

– Όχι βέβαια! Χρειάζομαι ακόμα πέντε χρόνια σπουδών και άλλα τόσα ειδικότητας για να αισθανθώ έτοιμη!

– Εντάξει, κατάλαβα. Απλά κάνε ό, τι σου λέω.

Και ξεκίνησαν. Η πρώτη εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς για την κοπέλα, η εκατοστή τεσσαρακοστή τέταρτη για τον άντρα. Οι επόμενες ώρες σκληρής και προσεκτικής δουλειάς θα έκριναν την έκβαση του σχεδίου του. Περίεργο συναίσθημα. Προσπαθούσε να σώσει τη μητέρα για να σκοτώσει το γιο.

Και ενώ η επέμβαση εξελισσόταν ομαλά και χωρίς επιπλοκές, ο γιος εισέβαλε έντρομος στο χειρουργείο. Ο χειρουργός πάγωσε. Σίγουρα δεν περίμενε κάτι τέτοιο, καθώς είχε εξηγήσει στον Ραμόν πως δεν επιτρέπεται η είσοδος εξαιτίας του κινδύνου μόλυνσης του στείρου περιβάλλοντος. Πάντως αυτό που τον ανησυχούσε περισσότερο ήταν η πιθανότητα ανακάλυψης της ταυτότητας της βοηθού του από την πλευρά του θηράματός του. Ευτυχώς το πρόσωπο της Κάρεν καλυπτόταν από τη χειρουργική της μάσκα.

Αφού ο γιατρός ανακουφίστηκε προσωρινά, οδηγήθηκε στην επόμενη ανησυχία του. «Τι τον έφερε εδώ;». Ο Ντικ βρόντηξε πίσω του την πόρτα και έπεσε με όλο του το βάρος πάνω της. Η εικόνα του ήταν αντιδιαμετρική εκείνης που είχε παρουσιάσει στην πρόσφατη γνωριμία τους. Ήταν λαχανιασμένος, κάθιδρος και φαινόταν έντρομος. Για μια στιγμή ο επίδοξος δολοφόνος του μαφιόζου ξέχασε τη ναρκωμένη ασθενή του.

– Κύριε Ραμόν, μπορείτε να μου εξηγήσετε τι συμβαίνει;

Πριν καλά καλά ολοκληρώσει την ερώτησή του, ένα τράνταγμα της πόρτας τίναξε τον Ντικ. Κάποιος βρισκόταν στην άλλη πλευρά και προσπαθούσε να εισβάλει. «Φυσικά, για ποιον άλλο λόγο να κρατήσει την πόρτα με το βάρος του σώματός του;» συνειδητοποίησε ο χειρουργός, που μέχρι να απελευθερωθεί πνευματικά από την επέμβαση δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί οτιδήποτε συνέβαινε πέρα από αυτήν. Εντωμεταξύ, η Κάρεν παρέμενε σιωπηλή, κρατώντας σφιχτά το βελονοκάτοχο που της είχε ζητήσει.

– Μας ακολούθησαν! Τους σκότωσε όλους! Μετά βίας κατάφερα να ξεφύγω!

Μετά βίας είχε καταφέρει και να μιλήσει. Νέο τράνταγμα στην πόρτα, πιο δυνατό από το προηγούμενο. Όποιος κυνηγούσε τον Ραμόν, αποτελούσε θανάσιμο κίνδυνο για όλους. «Καταντά γελοίο.» σκέφτηκε εκνευρισμένος ο χειρουργός. Για ακόμα μία φορά κάποιος επιχειρούσε να του κλέψει τη λεία μέσα από τα χέρια του. Δε σκόπευε να το επιτρέψει.

Αυτή του η οργή επέδρασε καταλυτικά στην ταχεία και αποτελεσματική αντίδρασή του. Σαν σφαίρα κινήθηκε προς το μέρος του μαφιόζου και κλείδωσε την πόρτα. Έπειτα έσυρε μπροστά της το γραφείο που είχε εκτοπίσει για να δημιουργήσει το χώρο του χειρουργείου. «Να που αποδεικνύεται χρήσιμο.». Έτσι κέρδισε αρκετό χρόνο ώστε να ελέγξει την κατάσταση. Για να το πετύχει αυτό, χρειαζόταν τη συνεργασία του εχθρού του. Ευτυχώς ο Ραμόν αγνοούσε πως σαν εχθρό τον λόγιαζε.

– Τώρα πες μου ακριβώς τι συνέβη. Και γρήγορα.

Η τυπικότητα και η ευγένεια είχαν δώσει τη θέση τους στην αυστηρότητα και στον απότομο τόνο της φωνής του. Ο σαστισμένος ακόμα εγκληματίας δε φάνηκε να θίγεται. Ίσως δεν είχε καταλάβει καν τι του είχε πει ο θεράπων ιατρός της μητέρας του.

– Ντικ! Σύνελθε! Άλλη εντύπωση είχα σχηματίσει για σένα!

Επιτέλους ο Ντικ στάθηκε στα πόδια του και κοίταξε στα μάτια το γιατρό. Το γαλάζιο βλέμμα του είχε θολώσει, μα σιγά σιγά άρχισε να επανέρχεται στην καθαρή κακία που εξέπεμπε. Και μόλις φάνηκε να συνέρχεται και να είναι έτοιμος να απαντήσει, ένας πυροβολισμός έσκισε τον αέρα στα δύο, παγιώνοντας μία νεκρική σιγή, προοικονομία ίσως για ό, τι θα ακολουθούσε.

Η κλειδαριά είχε παραβιαστεί. Πλέον η μόνη ασπίδα προστασίας τους ήταν το γραφείο πάνω στο οποίο ο καρδιοχειρουργός είχε στοιβάξει δεκάδες από τα βιβλία που τον είχαν ταλαιπωρήσει ως φοιτητή και αργότερα ως ειδικευόμενο. Τότε είχε στραγγίξει το βάρος των γνώσεων που περιείχαν, τώρα στηριζόταν στο υλικό τους βάρος. Στηριζόταν, επίσης, στο επικείμενο θύμα του.

– Είναι πληρωμένος δολοφόνος του εχθρού μου. Σκότωσε μόνος του και τους τρεις άντρες μου. Αν δε θυσιάζονταν για χάρη μου θα είχε σκοτώσει και εμένα, και αμέσως μετά και εσάς. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα…

Μπορεί να είχε ανακτήσει την ψυχραιμία του, ωστόσο είχε παραιτηθεί από την ελπίδα, από την ίδια την επιθυμία να ζήσει. Το βλέμμα του είχε θολώσει και πάλι. Αν ο γιατρός ήθελε να ζήσει, όφειλε να κερδίσει αμέσως έναν ικανό σύμμαχο μέσα από έναν ανίκανο εχθρό.

– Έχεις όπλο μαζί σου;

Ο Ντικ έγνευσε καταφατικά.

– Ωραία, θα τον αιφνιδιάσουμε. Προσπαθεί να εισβάλει, γι’ αυτό θα πάμε εμείς σε αυτόν. Χρησιμοποίησε το όπλο σου, εγώ θα κάνω ό, τι μπορώ με το νυστέρι μου.

Το ευχάριστο γεγονός ήταν πως διέθεταν το αριθμητικό πλεονέκτημα, όπως και το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Τα επόμενα λόγια του ο χειρουργός τα απηύθυνε στη βοηθό του.

– Μείνε με την ασθενή μας και μην αντιδράσεις ό, τι κι αν συμβεί.

Μόνο τότε συνειδητοποίησε πως φορούσε ακόμα τα ματωμένα γάντια του χειρουργείου και κρατούσε σφιχτά το νυστέρι στο αριστερό του χέρι. Θα το χρειαζόταν, σίγουρα όχι για να σκοτώσει τον εισβολέα, αλλά τουλάχιστον για να προσφέρει την ευκαιρία στον Ραμόν να πυροβολήσει εγκαίρως και στο στόχο.

Κι άλλο τράνταγμα της πόρτας, τέτοιο που έστειλε το γραφείο δυο μέτρα μακριά από την ξύλινη πόρτα. Αν δε δρούσαν αμέσως θα έχαναν το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Ο γιατρός κάρφωσε με το βλέμμα του τον έμπορο λευκής σαρκός.

– Έτοιμος;

Δεν έλαβε απάντηση, μα δεν είχε χρόνο για να επιμείνει. Άνοιξε απότομα την πόρτα και ευχήθηκε να μην επιτεθεί μόνος του με ένα νυστέρι εναντίον ενός οπλισμένου επαγγελματία εκτελεστή. Ο εκτελεστής αυτός φάνηκε να αιφνιδιάζεται, με αποτέλεσμα να δεχτεί το χτύπημα του χειρουργού κατευθείαν στο χέρι που κράδαινε το όπλο του. Έμπηξε το νυστέρι του όσο πιο βαθιά μπορούσε, μα δυστυχώς η προσπάθειά του δεν ήταν αρκετή για να αφοπλίσει τον εχθρό του.

Ο ακόμα οπλισμένος αντίπαλος ήταν σχετικά νέος, όχι περισσότερο από τριάντα ετών. Τα κοντά ξανθά μαλλιά του ταίριαζαν απόλυτα με το γωνιώδες του πρόσωπο και το τριγωνικό σχεδόν σαγόνι του. Ήταν εντυπωσιακά γυμνασμένος, πολύ περισσότερο από τον ιδιοκτήτη της βίλας. Με την εξωπραγματική μυϊκή του δύναμη ανέτρεψε το γιατρό και τον έστειλε στο μαρμάρινο δάπεδο. Εντωμεταξύ, ο Ντικ Ραμόν παρέμενε αμέτοχος, και μόνο όταν ο ανυπεράσπιστος χειρουργός βρέθηκε σωριασμένος αντίκρισε το αρχικό θήραμά του.

Ο έμπορος λευκής σαρκός σημάδευε με το όπλο του τον πληρωμένο δολοφόνο, αλλά δεν πυροβολούσε. Η ηρωική επίθεση του γιατρού του είχε χαρίσει το πλεονέκτημα, όμως κινδύνευε να το χάσει από στιγμή σε στιγμή.

– Σε έστειλε ο Λόπεζ, έτσι δεν είναι;

Ο ξανθός εκτελεστής δεν απάντησε, παρά μόνο έστρεψε το όπλο του εναντίον του καρδιοχειρουργού. Έτσι οι δύο από τους τρεις βρίσκονταν υπό την απειλή του θανάτου. Ο Ραμόν φάνηκε να ανακτά πλήρως τη χαμένη του αλαζονεία, γεγονός που ανακούφισε τον εκτεθειμένο γιατρό. Μπορεί να σιχαινόταν αυτήν την έπαρση, ωστόσο ήταν η μόνη του ελπίδα να σωθεί. Ο Ντικ, λοιπόν, συνέχισε με τον ίδιο αυταρχικό τόνο στη φωνή του.

– Φύγε αμέσως, αλλιώς θα σε σκοτώσω. Πήγαινε στο αφεντικό σου και πες του πως αν θέλει να με βγάλει από τη μέση, να τολμήσει να το κάνει με τα δικά του χέρια.

Και τότε για πρώτη φορά ακούστηκε η φωνή του παράδοξα ήρεμου δολοφόνου. Το ίδιο ήρεμη ήταν και αυτή, με έναν δυσάρεστο και ανησυχητικό τρόπο.

– Αν πυροβολήσεις εσύ, θα το κάνω κι εγώ. Και τότε ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να σώσει τη μητέρα σου θα είναι νεκρός.

Ήταν φανερό πως βρίσκονταν σε αδιέξοδο. Ο Ντικ είχε χάσει την ευκαιρία του. Πλέον μόνο ο άοπλος συντελεστής της δολοφονικής εξίσωσης μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα. Οι πιθανότητες επιτυχίας ήταν ελάχιστες, αλλά μία του αρκούσε. Σ’ αυτήν τη μία σκόπευε να εναποθέσει τις ελπίδες του, τη ζωή του. Με ένα συντονισμένο τίναγμα του κορμού και των ποδιών του σημάδεψε το όπλο του άντρα που τον σημάδευε.

Προς μεγάλη του έκπληξη κατάφερε να τον αφοπλίσει. Και δεν είχε τελειώσει. Με μια αστραπιαία βουτιά βρέθηκε πρώτος στο σημείο όπου είχε προσγειωθεί το πιστόλι και το πήρε στα χέρια του. Ήταν η πρώτη φορά που κρατούσε τέτοιο όπλο, οπότε δεν είχε ιδέα πώς να το χειριστεί. Μα έτσι κι αλλιώς δε χρειαζόταν να το κάνει. Του αρκούσε να σημαδέψει τον εχθρό του, ταυτόχρονα με τον προσωρινό σύμμαχό του.

Μάλιστα, οι εν λόγω χαρακτηρισμοί θα μπορούσαν πολύ εύκολα να αντιστραφούν. Ο επί πληρωμή δολοφόνος του είχε κάνει μία αναπάντεχη χάρη, εξολοθρεύοντας τη φρουρά του Ραμόν. Επομένως, το μόνο που του έμενε ήταν να αφοπλίσει και το γιο της ασθενούς του. Δε θα ήταν δύσκολο, αφού σε καμία περίπτωση δε θα περίμενε ο σύμμαχός του να στραφεί εναντίον του. «Μόνο που θα πρέπει να χρησιμοποιήσω αυτό το καταραμένο μαραφέτι.» σκέφτηκε κοιτάζοντας το όπλο που μόλις είχε κλέψει. «Όχι, δε θα το κάνω.» αποφάσισε, προτιμώντας να μείνει πιστός στις όποιες αρχές του είχαν απομείνει.

– Ποιος είσαι και τι θέλεις;

Ίσως ήταν υπερβολικά αθώα η ερώτησή του, μα πράγματι ήθελε να ξέρει ποιον άντρα σημαδεύει και ποιος κρυβόταν πίσω από την παρουσία του στη βίλα. Παρόλο που είχε δύο όπλα στραμμένα πάνω του, ο ξανθός δολοφόνος δεν είχε χάσει ούτε ικμάδα της ψυχραιμίας του. Συνέχιζε να αναπνέει ήρεμα και να παραμένει ακίνητος και σιωπηλός.

– Αν δε μου απαντήσεις θα σε σκοτώσω!

Είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του. Στο χειρουργείο τον περίμενε μία ανοιχτή καρδιά, ενώ ο απώτερος σκοπός του φάνταζε πιο προσιτός από ποτέ. Ήθελε, λοιπόν, να απαλλαχτεί όσο το δυνατόν συντομότερα από την παρουσία του εκτελεστή που τους είχε ακολουθήσει μέχρι το κρησφύγετό του.

– Έρικ, δεν πρόκειται να απαντήσει. Καλύτερα να τον βγάλουμε από τη μέση πριν μας θέσει ξανά σε κίνδυνο.

Για λίγα δευτερόλεπτα δε συνειδητοποίησε πως ο Ραμόν είχε απευθυνθεί σε εκείνον, καθώς δεν είχε συνηθίσει να αποκρίνεται στο άκουσμα του ψευδούς του ονόματος. Όταν το έκανε, ήταν έτοιμος για ό, τι θα ακολουθούσε.

– Έχω μια ιδέα. Νεκρός δεν αξίζει τίποτα, γι’ αυτό θα τον βασανίσουμε. Περίμενέ με εδώ.

Επέστρεψε τρέχοντας στο χειρουργείο του, όπου η Κάρεν τον περίμενε έντρομη και γεμάτη ανησυχία. Την πλησίασε και της ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Έπειτα επέστρεψε στο χώρο όπου στέκονταν οι δύο του εχθροί. Σύμφωνα με το φιλόδοξο σχέδιό του, θα τους χειρουργούσε και τους δύο. Όσα περισσότερα μοσχεύματα, τόσο το καλύτερο.

– Ντικ, συνέχισε να τον σημαδεύεις.

Είχε ετοιμάσει τις ηρεμιστικές του ενέσεις. Η πρώτη εγχύθηκε στην τραχηλική χώρα του απρόσμενου επισκέπτη. Όσο για τη δεύτερη, δε θα χορηγούταν από το δικό του χέρι. «Θα σου φανεί περίεργο, αλλά θέλω να ναρκώσεις τον Ραμόν. Όταν όλα τελειώσουν, θα σου εξηγήσω το λόγο. Προς το παρόν εμπιστεύσου με.». Αυτά ήταν τα λόγια που είχε ψιθυρίσει στην κοπέλα που είχε αναλάβει να προστατεύσει.

Σαν αίλουρος κινήθηκε πίσω από την πλάτη του πρώην εργοδότη της και ολοκλήρωσε με επιτυχία την αποστολή που της είχε αναθέσει ο μέντοράς της. Ο Ντικ Ραμόν σωριάστηκε αναίσθητος δίπλα στον ξανθό δολοφόνο. Πλέον ένα νέο ηθικό δίλημμα γεννήθηκε στο μυαλό του χειρουργού. Όφειλε να ολοκληρώσει την επέμβαση της Τερέζα Μέιν; Ποτέ δεν είχε ενδιαφερθεί πραγματικά για τη ζωή της, αφού η θεραπεία της ήταν απλά ένα μέρος του σχεδίου του. Μόνο που τα δεδομένα είχαν μεταβληθεί, και μάλιστα ευνοϊκά για τον ίδιο. «Άρα δικαιούμαι να αντλήσω μοσχεύματα και από το δικό της σώμα;» διερωτήθηκε, μην μπορώντας να καταλήξει σε μία σίγουρη απόφαση.

Το μόνο σίγουρο ήταν πως δεν μπορούσε να δράσει όπως ήθελε με την παρουσία της νεαρής φοιτήτριας. Αφού κουβάλησε τα αναίσθητα κορμιά των θυμάτων του στο χειρουργείο, της ζήτησε, ή μάλλον την πρόσταξε να επιστρέψει στο διαμέρισμά του στο κέντρο της πόλης. Εκείνη ασφαλώς αρνήθηκε, εκφράζοντας την απορία της.

– Όσο βρίσκεσαι εδώ κινδυνεύεις. Ποιος ξέρει πόσοι ακόμα μπορεί να εμφανιστούν.

Δεν είχε άδικο. Και ο ίδιος ανησυχούσε πραγματικά μήπως κατέφταναν περισσότεροι άντρες του εχθρού του Ραμόν – Λόπεζ τον είχε αποκαλέσει ο έμπορος λευκής σαρκός.

– Δεν μπορώ να σε αφήσω μόνο.

– Θέλω να με αφήσεις μόνο!

Τελικά η Κάρεν αναγκάστηκε να υπακούσει. Πλέον ο καρδιοχειρουργός στεκόταν ενώπιον τριών ανθρώπων που περίμεναν να χειρουργηθούν από τα δολοφονικά του χέρια. Μόνο που δεν είχε ιδέα αν θα είχαν και οι τρεις την ίδια κατάληξη. Ο φόνος της Τερέζα Μέιν ερχόταν σε αντίθεση τόσο με την τακτική που είχε επιλέξει ως δολοφόνος, όσο και με τις ηθικές αρχές που υποκρινόταν ότι διατηρεί. Ακόμα, πάντως, κι αν καθυστερούσε εσκεμμένα να τη χειρουργήσει, η ηλικιωμένη γυναίκα θα ξεψυχούσε στο χειρουργικό τραπέζι, επομένως θα ήταν σαν να τη σκοτώνει με το νυστέρι του.

Τη λύση στο πρόβλημά του την έφερε το νέο του «αφεντικό», ο ίδιος ο θάνατος. «Ώρα θανάτου, τέσσερις και τέταρτο.» μονολόγησε και χωρίς δεύτερη σκέψη ξεκίνησε τη διαδικασία διάσωσης των μοσχευμάτων. «Ποιον κοροϊδεύω; Την ήθελα νεκρή. Δηλαδή επειδή πέθανε από φυσικά αίτια μπορώ να έχω τη συνείδησή μου καθαρή;». Πάντως, δε θα τη θεωρούσε θύμα του. Όταν είχε καταστρώσει το φιλόδοξο σχέδιό του, είχε αποφασίσει πως δε θα σκότωνε γυναίκες. Ήταν κι αυτό μέρος του κώδικά του.

Μέχρι να τελειώσει μαζί της, οι δύο άντρες άρχισαν να συνέρχονται. Είχε υπολογίσει τον απαιτούμενο χρόνο, επομένως ήταν προετοιμασμένος. Βρίσκονταν ήδη ξαπλωμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον, εντελώς γυμνοί και δεμένοι με μαύρη ταινία σε χέρια, πόδια και στο ύψος της βουβωνικής χώρας. Επίσης, τους είχε κρατήσει φιμωμένους, καθώς χρειαζόταν ησυχία για να πραγματοποιήσει τους βιοχημικούς του ελέγχους.

Σειρά προτεραιότητας είχε, ασφαλώς, ο Ντικ Ραμόν, ο οποίος ήταν και ο βασικός καλεσμένος του. Για τον άγνωστο άντρα θα δρούσε κάπως διαφορετικά. Ήλπιζε να βρει πληροφορίες για αυτόν στα αρχεία της αστυνομίας που είχε υποκλέψει. Σκόπευε, ακόμη, να τον ανακρίνει, με σκοπό να αποσπάσει οποιαδήποτε χρήσιμη πληροφορία που ίσως τον οδηγούσε στο αφεντικό του. Άλλωστε, ένας άνθρωπος που πληρώνει δολοφόνους για να ξεφορτωθεί τους εχθρούς του ανήκε χωρίς καμία αμφιβολία στην κατηγορία των εγκληματιών που μπορούσε να χειρουργήσει.

Όσο για τους εγκληματίες που ήδη τον περίμεναν, είχαν αρχίσει να γίνονται ιδιαίτερα ανήσυχοι. Φυσικά δεν είχαν τη δυνατότητα να φωνάξουν, αλλά μούγκριζαν και βογκούσαν, όσο τους το επέτρεπε το φίμωτρό τους. Αποφάσισε να ασχοληθεί μαζί τους μέχρι την εξαγωγή των αποτελεσμάτων των εξετάσεων του Ντικ. Σ’ αυτόν απευθύνθηκε πρώτα.

– Δεν το περίμενες αυτό, έτσι;

Εν μέρει καταλάβαινε την αγωνία του. Σίγουρα δεν είναι ό, τι καλύτερο να ξυπνάς και να βρίσκεις τον εαυτό σου γυμνό και ακινητοποιημένο σε ένα τέτοιο μέρος. Και το χειρότερο; Ένας μαυροφορεμένος χειρουργός. Το συγκεκριμένο στοιχείο ήταν καινούριο. Το μαύρο χρώμα. Το μόνο που ταίριαζε με τη φύση των πράξεών του.

Παρ’ όλα αυτά, έκανε και κάτι που ελάφρυνε κάπως τη συνείδησή του. Το έργο του δεν ήταν αποκλειστικά έργο θανάτου. Είχε και μία άλλη χροιά, σπάνια και πολύτιμη για το κοινωνικό σύνολο. Ήταν δωρητής οργάνων. Αυτός ήταν και ο λόγος που διενεργούσε βιοχημικούς ελέγχους προτού χειρουργήσει τα θύματά του. Ήθελε να είναι σίγουρος πως τα όργανα, αλλά και το αίμα, που θα κατέληγαν σε ασθενείς που τα είχαν ανάγκη, δε θα προκαλούσαν το παραμικρό πρόβλημα στην υγεία τους. Στην περίπτωση του Τζον Γουάιτ είχε σταθεί τυχερός. Οι εξετάσεις του δεν είχαν φανερώσει κάτι το ανησυχητικό, κάτι που θα καθιστούσε τα όργανά του ακατάλληλα για μεταμόσχευση, και το αίμα του ακατάλληλο για μετάγγιση.

Τώρα ήταν έτοιμες και οι εξετάσεις του Ντικ Ραμόν. Κοίταξε με μίσος το διαστροφικό επιχειρηματία προτού τον προειδοποιήσει.

– Να εύχεσαι οι εξετάσεις σου να είναι φυσιολογικές, αλλιώς σε περιμένει ένας αργός και οδυνηρός θάνατος.

Ο Ραμόν δεν μπορούσε να μιλήσει, ωστόσο στο βλέμμα του ήταν ολοφάνερος ο τρόμος, καθώς και ο πανικός και η απόγνωση. Ίσως ήξερε κάτι παραπάνω, κάτι που από στιγμή σε στιγμή θα μάθαινε και ο γιατρός.

– Ανάθεμά σε Ραμόν! Μόλις εξασφάλισες μια σειρά τρομερών βασανιστηρίων!

Συνέχισε να φωνάζει εξοργισμένος, χάνοντας πέρα ως πέρα τον αυτοέλεγχό του. Το σώμα του Ντικ τού ήταν παντελώς άχρηστο. Στα αποτελέσματα των εξετάσεων υπήρχε η ένδειξη για την ύπαρξη αντισωμάτων έναντι του γνωστού ιού HIV. Ο οργανισμός του Ραμόν ήταν ένα ναρκοπέδιο. Οποιαδήποτε στιγμή ο ιός μπορούσε να ενεργοποιηθεί και να σπείρει την καταστροφή στα κύτταρα του ανοσιακού συστήματος του ασθενή.

Από την άλλη μεριά, είχε την ευκαιρία να εξωτερικεύσει το μίσος του απέναντι στον άνθρωπο που είχε καταφέρει να τον εξοργίσει σε τόσο μεγάλο βαθμό. Σκέφτηκε την Κάρεν, μα και τις υπόλοιπες κοπέλες που είχε στη δούλεψή του το πορνοδιαστροφικό κάθαρμα. Σκέφτηκε και τις καημένες γυναίκες που άφηναν την πατρίδα τους για να εξασφαλίσουν ένα πιο ελπιδοφόρο μέλλον για τα παιδιά τους. Πολλές από αυτές αναγκάζονταν να συμμετάσχουν στο εμπόριο λευκής σαρκός που πραγματοποιούσε ο Ντικ.

Σύμφωνα με την Κάρεν, μάλιστα, ο νοσηρός επιχειρηματίας τις χρησιμοποιούσε για να καλύψει και ο ίδιος τις σεξουαλικές του ορέξεις, παρόλο που στο σπίτι του στέγαζε ήδη πέντε γυναίκες. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αποκάλυψη ότι ο Ραμόν ήταν φορέας του HIV, σήμαινε ότι ο ιός είχε εξαπλωθεί στους οίκους ανοχής του διαστροφικού επιχειρηματία. Αμέσως η σκέψη του ταξίδεψε στην Κάρεν. Του είχε πει ότι είχε βρεθεί στα ιδιαίτερα του Ραμόν. Επομένως, ήταν πιθανό να έχει προσβληθεί και εκείνη από το θανατηφόρο ιό. Ανησύχησε περισσότερο απ’ όσο θα περίμενε για τη νεαρή φοιτήτρια. Τελικά, είχε κερδίσει με το παραπάνω τη συμπάθειά του. Ευχήθηκε να έχει γλιτώσει τα χειρότερα.

Αυτά δε θα τα γλίτωνε ο Ραμόν. Ήταν καιρός να γίνει πραγματικά βίαιος. Χασάπης στην κυριολεξία. Θα τον έκανε να υποφέρει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο θύμα του, εκτός από αυτό που θα χειρουργούσε στο τέλος της πορείας του ως δολοφόνος. Έπειτα θα ασχολούταν με τον άγνωστο άντρα, στον οποίο βάσιζε τις ελπίδες του για να καλύψει το κενό που είχε προκύψει στην εξασφάλιση οργάνων και αίματος εξαιτίας του Ραμόν.

– Μου χάλασες τα σχέδια Ντικ. Υποθέτω πως γνώριζες την κατάσταση της υγείας σου. Αλήθεια, πόσα χρόνια είσαι φορέας;

Ταυτόχρονα ελευθέρωσε το στόμα του, δίνοντάς του την ευκαιρία να ξεσπάσει σε κραυγές αγωνίας. Τον χτύπησε με δύναμη στο άσχημο πρόσωπό του, το γεμάτο ρυτίδες και ελιές. Η μύτη του Ραμόν άνοιξε και αίμα άρχισε να τρέχει, αίμα που θα μπορούσε να μεταδώσει τον ιό HIV. Σκέφτηκε πως θα ήταν φρόνιμο και συνετό να φορέσει τη χειρουργική του μάσκα, για να αποφύγει οποιαδήποτε επαφή με τα μολυσμένα σωματικά παράγωγα του ασθενή του. Τα γάντια του ευτυχώς τα φορούσε από την αρχή.

– Φώναξε όσο θέλεις. Ξέρεις πού βρισκόμαστε, έτσι δεν είναι;

Ο Ντικ κατάλαβε τι εννοούσε ο γιατρός της μητέρας του. Σταμάτησε να φωνάζει και προσπάθησε να βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά.

– Τι θέλεις από μένα;

– Ήθελα τα όργανά σου και το αίμα σου, ό, τι μπορεί να μεταμοσχευθεί. Γι’ αυτό είπα ότι μου χάλασες τα σχέδια. Τώρα το μόνο που θέλω είναι να σε δω να υποφέρεις.

– Μα γιατί;

– Νομίζεις ότι δεν ξέρω ποιος είσαι; Ή μάλλον, τι είσαι.

Ο Ντικ τον κοίταξε με σαφή απορία αποτυπωμένη στο βλέμμα του.

– Είσαι ένα κάθαρμα. Ένα απόβρασμα της κοινωνίας, ένα πορνοδιαστροφικό τέρας. Είμαι σίγουρος ότι ο φίλος μας από δω συμφωνεί μαζί μου.

Και έστρεψε το σπινθηροβόλο βλέμμα του στο δεύτερο ασθενή του, τον απροσκάλεστο δολοφόνο που θα κάλυπτε το απρόσμενο κενό στη δωρεά οργάνων του Ραμόν. Το ίδιο έκανε και ο Ντικ.

– Ακόμα ζωντανός είναι αυτός;

– Ναι, αντίθετα με τη μητέρα σου.

Ο εγκληματίας αρχικά πάγωσε, έπειτα άρχισε να βράζει εσωτερικά και τελικά ανατινάχτηκε σε μια έκρηξη οργής.

– Τι της έκανες; Θα σε σκοτώσω! Με ακούς;

– Θα με σκοτώσεις; Πώς ακριβώς σκοπεύεις να το πετύχεις;

Το πρόσωπο του Ντικ Ραμόν είχε κοκκινίσει, τα μάτια του είχαν γουρλώσει, η αναπνοή του είχε επιταχυνθεί σε βαθμό που σίγουρα θα τον έκανε να ζαλιστεί. «Αρκετά ασχολήθηκα μαζί του.» και έτσι ο γιατρός στράφηκε στο δεύτερο «ασθενή» του.

– Είναι θέμα χρόνου να μάθω ποιος είσαι, αλλά αν με γλιτώσεις από τον κόπο υπόσχομαι να σε χειρουργήσω με αναισθησία.

Και πάλι ο ξανθός δολοφόνος παρέμεινε σιωπηλός. Προφανώς ήταν τύπος που δε λύγιζε εύκολα και που οποιαδήποτε απειλή τον άφηνε αδιάφορο.

– Πολύ καλά, δε θα σου δώσω δεύτερη ευκαιρία.

Προτού αρχίσει να τους βασανίζει, έψαξε στα αρχεία της αστυνομίας. Ίσως μάθαινε κάτι που θα του επέτρεπε να ανακρίνει καλύτερα τον άγνωστο εισβολέα. Προς μεγάλη του ευχαρίστηση, η αλήθεια δεν άργησε να έρθει στο φως του χειρουργείου του. Η φωτογραφία στη λίστα με τους καταζητούμενους δολοφόνους ταίριαζε απόλυτα με το πρόσωπο του «ασθενή» του. Το όνομά του ήταν Πίτερ Λονγκ.

Νωρίτερα ο Ραμόν είχε αναφέρει το όνομα του Λόπεζ. Προφανώς ο Λονγκ βρισκόταν υπό τη δούλεψη του τελευταίου. Ανακάλυψε στοιχεία και για εκείνον. Ο Γκονζάλο Λόπεζ ήταν ένας από τους μεγαλύτερους εμπόρους ναρκωτικών στην πολιτεία της Καλιφόρνια,. «Τι σχέση μπορεί να έχουν, όμως, ο Ραμόν με τον Λόπεζ;». Βρήκε μόνος του την απάντηση στην ερώτησή του. Κατάγονταν κι οι δυο τους από την Κούβα, ο Λόπεζ τόσο από την πλευρά του πατέρα του, όσο και από εκείνη της μητέρας του.

– Θέλεις λεφτά; Θα σου δώσω περισσότερα απ’ όσα μου ζητήσεις! Θέλεις γυναίκες; Θα σου χαρίσω περισσότερες και ομορφότερες απ’ όλες όσες έχεις γνωρίσει μέχρι σήμερα!

Ξέχασε αμέσως τη σχέση Ραμόν και Λόπεζ. Με τα τελευταία του λόγια ο Ντικ είχε κάνει το καθοριστικό βήμα για το θάνατό του, τον πιο μαρτυρικό που θα μπορούσε να βιώσει. Έτρεξε καταπάνω του και τον άρπαξε από το λαιμό. Τον ταρακούνησε τόσο δυνατά, που αν συνέχιζε για λίγο ακόμη σίγουρα θα τον έπνιγε.

– Την πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου τη γνώρισα, την παντρεύτηκα και απέκτησα και την πιο όμορφη κόρη μαζί της! Εσύ να πας στο διάολο Ραμόν! Θα φροντίσω ο ίδιος γι’ αυτό!

Βέβαια, δεν πίστευε στην ύπαρξη διαβόλου, όπως και θεού, αλλά αυτή ήταν μία λεπτομέρεια που δεν ένοιαζε το τρομοκρατημένο θύμα του.

– Γιατί το κάνεις αυτό; Γιατί θέλεις να με σκοτώσεις; Και γιατί σκότωσες τη μητέρα μου;

Ο Ντικ είχε παραιτηθεί, ακριβώς όπως όταν είχε εισβάλει στο χειρουργείο της μητέρας του αρκετές ώρες νωρίτερα. Φαινόταν απελπισμένος στη θέα του εξοργισμένου οικογενειάρχη. Ίσως καταλάβαινε πλέον πως ήταν αδύνατον να αποφύγει το θάνατο.

– Επειδή αυτή η καρκινώδης κοινωνία μου στέρησε την οικογένειά μου. Ήρθε η σειρά μου να εξαπλωθώ και να καθορίσω τον κόσμο με τις δικές μου πράξεις.

– Θα μπορούσες να το κάνεις ως γιατρός, Έρικ…

– Το όνομά μου δεν είναι Έρικ Χαρτ! Και ένας απλός γιατρός δεν μπορεί να καθαρίσει την κοινωνία από αποβράσματα σαν εσένα και σαν το τέρας που τις σκότωσε! Μάθε, λοιπόν, πως ο άνθρωπος που θα σου πάρει τη ζωή μια ώρα νωρίτερα από τον HIV ονομάζεται Τζιμ Τρίγκερ!

Ναι, αυτό ήταν το όνομά του. Τζιμ Τρίγκερ, ένας από τους πιο υποσχόμενους καρδιοχειρουργούς στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε ηλικία τριάντα επτά ετών.

 

 

Ο Ντικ Ραμόν δεν ήταν πλέον τίποτα περισσότερο από ένα σύνολο νεκρών ανθρώπινων μελών. Το ίδιο ίσχυε και για τον Πίτερ Λονγκ, με την ειδοποιό διαφορά ότι τα όργανά του είχαν αποθηκευτεί στην κατάψυξη του υπογείου, ενώ το αίμα του είχε διαμοιραστεί σε φιάλες, που κι αυτές με τη σειρά τους είχαν τοποθετηθεί στην ίδια κατάψυξη. Δυστυχώς ο Τζιμ δεν είχε προλάβει να χειρουργήσει τους τρεις νεκρούς φρουρούς του Ραμόν. Τα πτώματά τους τα πέταξε στη λίμνη, μαζί με το διαμελισμένο κουφάρι της Τερέζα Μέιν. Από τη στιγμή που δεν ήταν υπεύθυνος για κανέναν από αυτούς τους τέσσερις θανάτους, τα πτώματα του ήταν άχρηστα.

Η αποστολή είχε ολοκληρωθεί με απόλυτη επιτυχία, αν και πάλι δεν είχαν λείψει οι εκπλήξεις και οι ανατροπές. Η παρουσία του Πίτερ Λονγκ, για παράδειγμα, δεν ήταν προγραμματισμένη, ωστόσο είχε σώσει την κατάσταση, δεδομένης της κατάστασης της υγείας του Ραμόν, η οποία τον είχε θέσει ακατάλληλο ως δωρητή σώματος. Ο Τζιμ δεν είχε παραλείψει, μάλιστα, να ανακρίνει τον εκτελεστή που είχε πληρωθεί από τον Γκονζάλο Λόπεζ για να σκοτώσει τον Ντικ. Δεν είχε καταφέρει, βέβαια, να εκμαιεύσει ιδιαίτερα σημαντικές πληροφορίες για τη δράση του Λόπεζ, όσο ακραίες και επίπονες μεθόδους κι αν είχε επιστρατεύσει. Το θετικό πρόσημο, πάντως, είχε να κάνει με τη μύησή του στον κόσμο των βασανιστηρίων. Στο εγγύς μέλλον θα καλούταν να αποσπάσει μυστικά από σκληρούς και ανθεκτικούς αντιπάλους, με ανοσία στον πόνο.

Επομένως, όφειλε να εξαντλήσει τη φαντασία του στην ανεύρεση νέων τρόπων να προκαλεί τον πόνο. Είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η σωματική βία δεν αρκούσε. Για να λαμβάνει τα επιθυμητά αποτελέσματα έπρεπε να τη συνδυάζει με την ψυχολογική. Είχε ήδη κάποιες ιδέες για την επόμενη περίπτωση που θα τύχαινε να χρειαστεί να βασανίσει κάποιο από τα θύματά του.

Μέχρι τότε, πάντως, θα εξασκούταν υπομονετικά στη μέθοδο της απαγωγής. Καλούταν να μάθει να κινείται στις σκιές, κυριολεκτικά σαν φάντασμα, έτσι ώστε να περνά απαρατήρητος από κάθε προσωπική φρουρά σαν εκείνη του Ντικ Ραμόν.

 

 

Στο κατώφλι του διαμερίσματός του τον περίμενε η Κάρεν. Την είχε ξεχάσει τελείως με όλα όσα είχαν συμβεί. Τον κάρφωσε με το γαλάζιο εύστροφο βλέμμα της.

– Τους σκότωσες όλους, έτσι δεν είναι; Γι’ αυτό μου ζήτησες να τον ναρκώσω. Γι’ αυτό εγχείρησες τη μητέρα του, γι’ αυτό τον οδήγησες στη βίλα σου. Και υποθέτω πως εσύ διέρρευσες την πληροφορία της τοποθεσίας της επέμβασης.

Εντυπωσιάστηκε από τη διορατικότητά της. Είχε καταλάβει σχεδόν τα πάντα, με εξαίρεση τη διαρροή της πληροφορίας. Αν και σε τελική ανάλυση, η απρόσμενη εμφάνιση του Πίτερ Λόνγκ είχε λειτουργήσει υπέρ του. Ταυτόχρονα τρομοκρατήθηκε. Η Κάρεν ήξερε όλη την αλήθεια. Βρισκόταν στο έλεός της. Θα μπορούσε να τον καταδώσει οποιαδήποτε στιγμή. «Πρέπει να τη σκοτώσω;» αναρωτήθηκε. Τι ήταν πιο σημαντικό; Μια αθώα ζωή ή η εκδίκησή του; Με άλλα λόγια, άξιζε η εκδίκησή του ένα τέτοιο βάρος στη συνείδησή του; Ευτυχώς το δίλημμά του δε διήρκησε πολύ περισσότερο.

– Μην ανησυχείς. Το μυστικό σου είναι ασφαλές μαζί μου.

– Δεν υπάρχει κανένα μυστικό Κάρεν. Ούτε και φόνος. Σου ζήτησα να ναρκώσεις τον Ραμόν για να μη σκοτώσει τον Πίτερ Λονγκ. Όσο οι δυο τους ήταν αναίσθητοι ολοκλήρωσα με επιτυχία την επέμβαση της Τερέζα Μέιν.

Ανακουφίστηκε. Είχε βρει την τέλεια δικαιολογία σε εύλογο χρονικό διάστημα. Η κοπέλα τον κοίταξε με δυσπιστία, μα τελικά αποδέχτηκε το ψέμα του. «Δεν είναι κακό να λες ψέματα. Το κακό είναι να μην μπορείς να τα υποστηρίξεις. Ένα σωστά διατυπωμένο ψέμα μπορεί να γίνει πιο αληθινό και από την αλήθεια.» του είχε πει κάποτε κάποιος. Είχε περάσει από το μυαλό του η ιδέα να της αποκαλύψει όλη την αλήθεια, όμως πλέον δεν ήθελε ούτε να φαντάζεται ένα τέτοιο σενάριο. Αν τη μυούσε στο δολοφονικό του μυστικό, τότε θα την έθετε σε θανάσιμο κίνδυνο, κάτι που ήδη είχε συμβεί μία φορά. Το σωστό ήταν να συνεχίσει ολομόναχος το δύσβατο δρόμο που είχε επιλέξει να διασχίσει.

– Τώρα που όλα πήγαν καλά θα μου εξηγήσεις γιατί την έσωσες; Νόμιζα πως εσύ και ο Ντικ έχετε ανοιχτούς λογαριασμούς.

– Δε θα το έθετα ακριβώς έτσι. Ίσως ήταν ατυχής η περιγραφή που χρησιμοποίησα…

Η δυσπιστία της ήταν ολοφάνερη. Τον κάρφωσε ξανά με το γαλάζιο της βλέμμα, αυτήν τη φορά χωρίς καμία επιτυχία. Το δικό του βλέμμα ήταν πολύ πιο διαπεραστικό, πιο ώριμο, πιο επιβλητικό. Δεν άντεξε περισσότερα από τέσσερα δευτερόλεπτα. Έπειτα χαμήλωσε το κεφάλι της και σώπασε.

– Κάρεν, άκουσέ με. Κάποια στιγμή θα σου εξηγήσω ακριβώς τι συμβαίνει. Μέχρι τότε εμπιστέψου με. Άλλωστε, σου υποσχέθηκα να σε στηρίξω οικονομικά και όχι μόνο. Αξίζεις κάθε ευκαιρία να σπουδάσεις και να γίνεις η γιατρός που ονειρεύεσαι.

Πράγματι της το είχε υποσχεθεί, τη νύχτα που την είχε φιλοξενήσει στο διαμέρισμά του και είχαν συζητήσει με τις ώρες. Αυτός ήταν και ο λόγος που η νεαρή κοπέλα δεν ήταν πλέον αναγκασμένη να δουλεύει για τον Ραμόν, ή για οποιονδήποτε άλλον «Ραμόν» τώρα που ο Ντικ ήταν νεκρός. Και πάλι, όμως, η Κάρεν ζητούσε να μάθει γιατί ήταν τόσο γενναιόδωρος μαζί της. Προφανώς δεν την κάλυπτε η ειλικρινής του εξήγηση.

– Γιατί τα κάνεις όλα αυτά για μένα; Δε με ξέρεις σχεδόν καθόλου…

– Κι όμως, σε ξέρω πολύ καλύτερα απ’ όσο νομίζεις. Σου εξήγησα πως μου θυμίζεις τον εαυτό μου στην ηλικία σου. Τότε είχα κι εγώ το ίδιο πάθος για την επιστήμη, την ίδια όρεξη να διαβάσω και να ξεχωρίσω. Απλά εγώ ήμουν πιο τυχερός. Η οικογένειά μου είχε την οικονομική άνεση για να πληρώσει τις σπουδές μου. Εσύ ήσουν αναγκασμένη να υποφέρεις για να πραγματοποιήσεις το όνειρό σου. Αυτό είναι άδικο.

– Δηλαδή είσαι διατεθειμένος να πάρεις υπό την προστασία σου κάθε φοιτήτρια που πουλάει το κορμί της για να καταφέρει να σπουδάσει; Πίστεψέ με, δεν είμαι η μόνη.

– Το ξέρω. Όμως αδιαφορώ πλήρως για όλες τις άλλες. Εγώ εσένα γνώρισα, εσένα συμπάθησα.

– Το ξέρεις ότι μπορείς να γίνεις εντελώς ψυχρός και κυνικός; Ενώ άλλες στιγμές φαντάζεις τόσο ευαίσθητος και πονόψυχος.

Τις απολάμβανε τέτοιου είδους συζητήσεις. Κάπως έτσι είχε ξεκινήσει και η σχέση του με τη Σούζαν. Την είχε γνωρίσει στο πανεπιστήμιο. Τότε δεν είχε καμία διάθεση να δεσμευτεί. Ήταν χαρακτηριστικό πως η μεγαλύτερη σε διάρκεια ερωτική σχέση που είχε συνάψει ξεπερνούσε μετά βίας τον έναν μήνα. Όταν είχε μιλήσει για πρώτη φορά με τη μελλοντική του σύντροφο, είχε νιώσει μια πρωτόγνωρη ζεστασιά. Συμφωνούσαν και διαφωνούσαν σε όλα. Ήταν απίστευτη η χημεία που είχαν αναπτύξει μεταξύ τους. Όμως δεν ήταν όλα τόσο απλά. Η Σούζαν ήταν ερωτευμένη με κάποιον άλλον εκείνον τον καιρό κι έτσι τον είχε απορρίψει. «Χημεία και συγχρονισμός. Ο καταραμένος συγχρονισμός.».

Νοστάλγησε στη θύμηση όλων αυτών των γεγονότων. Δεν άντεχε να τα σκέφτεται. Συγκεντρώθηκε και πάλι στην κουβέντα του με την Κάρεν. Άθελά του, όμως, σκέφτηκε ξανά τη γυναίκα του.

– Μόνο η Σούζαν είχε βρει αυτές τις απαντήσεις. Γι’ αυτό ήταν και η μόνη γυναίκα που με άντεξε τόσα χρόνια.

Ένα δάκρυ ξέφυγε και κύλησε στο πρόσωπό του. Φυσικά, δεν πέρασε απαρατήρητο από το σαρωτικό βλέμμα της νεαρής φοιτήτριας.

– Την αγαπούσες πάρα πολύ…

– Ακόμα την αγαπώ. Όπως και την κόρη μας. Και θα τις αγαπώ για πάντα. Ακόμα και μετά το θάνατό μου θα υπάρχει αγάπη στους νεκρούς μου ιστούς.

– Με ανατριχιάζεις.

– Ειδικότητά μου.

 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s