Άλλη μια μέρα στη δουλειά έφτανε στο τέλος της. Ο ήλιος είχε ήδη δύσει και τίποτα το συνταρακτικό δεν είχε συμβεί. Σε λιγότερο από μία ώρα θα επέστρεφε στο σπίτι της, θα έκανε ένα ζεστό ντους και θα ερευνούσε για ακόμα μία φορά την πολύκροτη υπόθεση. Κόντευε να τρελαθεί και το ήξερε, μα δεν μπορούσε να τα παρατήσει. Το αστυνομικό της δαιμόνιο και το μέχρι παρεξηγήσεως πείσμα της τροφοδοτούσαν αδιάκοπα την ψύχωσή της.
– Υπαστυνόμε Γουέλς! Έχουμε νέα υπόθεση!
Ακόμα δεν είχε κλείσει καλά καλά την υπόθεση του Τζον Φάροου και είχε προκύψει καινούρια; Τελικά το συνταρακτικό που δεν είχε συμβεί σε όλη τη διάρκεια της ημέρας επέλεξε να συμβεί την πιο άβολη στιγμή, έτσι ώστε να υπονομεύσει το βραδινό της ύπνο. Με βαριά καρδιά σηκώθηκε από την καρέκλα του γραφείου της και ακολούθησε τον Γουίλ Τουέιν, ο οποίος της είχε χαλάσει τα σχέδια με την ανακοίνωσή του.
– Περί τίνος πρόκειται;
– Έκρηξη σε κατοικημένη περιοχή.
Προφανώς δεν επρόκειτο για μία απλή έκρηξη. Σίγουρα δεν ήταν ατύχημα, γι’ αυτό και απαιτούταν η δική της παρέμβαση.
– Η έκρηξη έγινε στην οικία του Ντικ Ραμόν.
– Θα έπρεπε να τον γνωρίζω;
– Είναι γνωστός επιχειρηματίας στο Λος Άντζελες.
Εντωμεταξύ, είχαν φτάσει στο αυτοκίνητο του αστυνομικού. Σίγουρα ο Γουίλ αιφνιδιάστηκε βλέποντάς την να κάθεται στη θέση του οδηγού.
– Κέιτ, τι νομίζεις πως κάνεις;
Ένα της χαμόγελο ήταν αρκετό για να τον αφοπλίσει. Καθώς η Κέιτ έβαζε μπροστά, ο Γουίλ την ενημέρωσε για τις λεπτομέρειες της νέας τους υπόθεσης. Έκπληκτη τον άκουσε να λέει πως ο Ραμόν δεν ήταν οποιοσδήποτε επιχειρηματίας, καθώς διατηρούσε στην κατοχή του αρκετούς οίκους ανοχής στο Λος Άντζελες και οι φήμες για εμπόριο λευκής σαρκός γύρω από το όνομά του ήταν ιδιαίτερα έντονες. «Και αυτός ο άνθρωπος κυκλοφορεί ελεύθερος.» σκέφτηκε εκνευρισμένη.
– Υπήρξαν θύματα στην έκρηξη;
– Η πυροσβεστική δεν έχει καταφέρει να μπει στο κτίριο. Αν υπήρχαν άνθρωποι μέσα την ώρα της έκρηξης, θα είναι όλοι τους νεκροί.
Σωστή μαζική δολοφονία. Όποιος είχε προκαλέσει την έκρηξη είχε πετύχει το σκοπό του με απόλυτη επιτυχία. Επομένως, ο Ντικ Ραμόν δεν κυκλοφορούσε πλέον ελεύθερος. «Εκτός κι αν είχε την τύχη να λείπει τη στιγμή της έκρηξης.» σκέφτηκε απογοητευμένη. Αν οι φήμες περί εμπορίου λευκής σαρκός ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, θα ήθελε να συλλάβει η ίδια το αρρωστημένο κάθαρμα. Δυστυχώς, όμως, η σύλληψη αυτή δεν ανήκε στη δικαιοδοσία της και γι’ αυτό ευχόταν να έχει χάσει τη ζωή του ο Ραμόν στην έκρηξη.
Σύντομα έφτασαν στο σημείο όπου κάποτε δέσποζε η μονοκατοικία του επιχειρηματία. Κρίνοντας από τις υπόλοιπες πολυτελείς κατοικίες της πλούσιας γειτονιάς, το φλεγόμενο κτίριο ήταν ιδιαίτερα μεγάλο. Η πυροσβεστική κατέβαλλε ήδη σκληρή προσπάθεια για να περιορίσει τη μαινόμενη πυρκαϊά, όμως μάταια προς το παρόν. Υπήρχε ισχυρός κίνδυνος για τις παρακείμενες βίλες.
– Οι φήμες λένε, επίσης, πως ο Ντικ Ραμόν διατηρούσε πολυετή έχθρα με τον έμπορο ναρκωτικών Γκονζάλο Λόπεζ, για οικογενειακούς λόγους. Επομένως, εικάζεται πως η έκρηξη είναι έργο του Λόπεζ.
«Πολύ απλή εξήγηση.». Βέβαια, πολλές φορές η πιο απλή εξήγηση είναι και η πραγματική. Ποτέ δεν ξεχνούσε το ξυράφι του Όκαμ, μα ποτέ δε δεχόταν και απευθείας κάτι προτού το μελετήσει διεξοδικά. Όχι μόνο αυτό, αλλά και συνήθιζε να σκέφτεται με τρόπο αντισυμβατικό σε σχέση με τους περισσότερους συναδέλφους της. Στην προκειμένη περίπτωση, λοιπόν, για κάποιον λόγο πίστευε ότι πίσω από την έκρηξη δεν κρυβόταν ο Γκονζάλο Λόπεζ.
Όπως και να είχε, η Κέιτ Γουέλς ήταν αρκετά μπερδεμένη. Ίσως αν μελετούσε το πεδίο της έκρηξης να έβρισκε τις εξηγήσεις που χρειαζόταν. Πλησίασαν όσο τους το επέτρεπε η πυρκαϊά, η οποία βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Φοβήθηκε πως μέχρι να υποχωρήσει, θα είχαν εξαφανιστεί τα όποια αποδεικτικά στοιχεία στο χώρο του πιθανού εγκλήματος. Μόνο που σύμφωνα με τη δική της εκδοχή, η έκρηξη αποτελούσε έναν απλό αντιπερισπασμό, με δεδομένο πως ακόμα δεν είχε βρεθεί το πτώμα του Ραμόν. Το πραγματικό έγκλημα είχε διαδραματιστεί κάπου μακριά, κάπου που πολύ δύσκολα θα έφτανε. Αυτός που είχε σκαρφιστεί το συγκεκριμένο σχέδιο ήταν κάτι παραπάνω από πολυμήχανος και δημιουργικός. Απαιτητικός αντίπαλος, ακόμα και για την ίδια.
Θα μπορούσε, ασφαλώς, να κυνηγά φαντάσματα. Ωστόσο, δεν είχε την πολυτέλεια να εφησυχάσει και να δεχτεί την άποψη των υφιστάμενών της. Άλλωστε, είχε να κάνει με το μεγαλύτερο ιδιοκτήτη οίκων ανοχής στην Καλιφόρνια, έναν από τους πιο επικίνδυνους βαρόνους ναρκωτικών στη χώρα και ποιος ξέρει ποιον άλλον. Ένα πράγμα ήξερε στα σίγουρα. Θα δυσκολευόταν να κοιμηθεί εκείνο το βράδυ.
Όπως πάντα, είχε δίκιο. Τρεις ώρες αργότερα έπεφτε με τα ρούχα της δουλειάς στο κρεβάτι, εξαντλημένη από την υπερένταση των τελευταίων ωρών, τόσο που δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται. Παρόλο που είχε προνοήσει να σβήσει όλα τα φώτα του διαμερίσματός της, μπορούσε να διακρίνει φιγούρες μέσα στο σκοτάδι. Οι σκιές και τα φώτα που εισέβαλαν συχνά πυκνά από τα παράθυρα δημιουργούσαν ένα σκηνικό ιδανικό για την υποδαύλιση ενός παιδικού εφιάλτη. Όμως η ίδια είχε πάψει να είναι παιδί εδώ και πολλά χρόνια. Αυτό, βέβαια, δε σήμαινε ότι δεν έβλεπε εφιάλτες. Για την ακρίβεια, έβλεπε πολλούς περισσότερους σε σχέση με την παιδική της ηλικία.
Τους τελευταίους μήνες, μάλιστα, ένας ήταν ο εφιάλτης που την ταλαιπωρούσε ξανά και ξανά. Κάθε φορά που είχε την ατυχία να τον αναβιώσει με το υποσυνείδητό της, ξυπνούσε με τρομερή ημικρανία. Πολλές φορές είχε περάσει από το μυαλό της η σκέψη να συμβουλευτεί κάποιον ειδικό, μα πάντα το ανέβαλλε, είτε εξαιτίας του βεβαρημένου προγράμματός της, είτε του φόβου της να παραδεχτεί το πρόβλημά της.
Αυτήν τη φορά ήταν διαφορετικά. Αυτήν τη φορά ο εφιάλτης δεν την περίμενε να αποκοιμηθεί. Εικόνες, φωνές, σκέψεις και συναισθήματα ξύπνησαν αυθόρμητα στο μυαλό της, το οποίο δεν είχε πάψει να λειτουργεί σε υψηλές στροφές για ιδιαίτερα μεγάλο χρονικό διάστημα. Όλα αυτά τα ερεθίσματα ενώθηκαν σαν τα κομμάτια ενός παζλ, συνθέτοντας μια σειρά δυσάρεστων αναμνήσεων, ικανών να ταλανίσουν όσο λίγα πράγματα στον κόσμο την ψυχή της. Επρόκειτο για την υπόθεση του Τζιμ Τρίγκερ, αυτήν που είχε την πιο αρνητική κατάληξη απ’ όσες είχε αναλάβει στην καριέρα της, αλλά και την τελευταία της που αφορούσε το μεγαλύτερο καταζητούμενο πλέον στις Ηνωμένες Πολιτείες. Θυμόταν τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Πώς θα μπορούσε να τα ξεχάσει άλλωστε;
Η αγωνία στο πρόσωπο του καρδιοχειρουργού ήταν η πιο έντονη και ζωντανή που είχε συναντήσει σε ολόκληρη τη ζωή της. Ο Τζιμ Τρίγκερ ήταν υπόδειγμα Αμερικανού πολίτη, άξιος οικογενειάρχης, σπουδαίος επιστήμονας και ενάρετος άνθρωπος. Η τιμιότητα και η ειλικρίνεια στο βλέμμα του κέρδισαν από την πρώτη στιγμή την εκτίμησή της. Επίσης, αναγκάστηκε να παραδεχτεί στον εαυτό της ότι γοητεύτηκε εξίσου και από την εξωτερική εμφάνιση του γιατρού. Υπό διαφορετικές συνθήκες θα μπορούσε άνετα να τον επιλέξει ως ερωτικό σύντροφο. Ήταν αρκετά ψηλός, γυμνασμένος, και το άνοιγμα των ώμων του προσέδιδε δύναμη και σιγουριά στις κινήσεις του. Τα καστανά του μάτια, πέρα από την αγωνία της στιγμής, εξέπεμπαν και μια παράξενη αίσθηση, κάτι μεταξύ σοφίας και φαντασίας. Το ίδιο καστανό χρώμα έλαμπε και στα μαλλιά του, τα οποία, αν και ανακατεμένα, δεν υπονόμευαν ούτε στο ελάχιστο τη γενικότερη γοητεία του τριαντάρη άντρα.
Ο άντρας αυτός κινδύνευε να χάσει ό, τι πολυτιμότερο είχε στη ζωή του, τη γυναίκα και την κόρη του. Για την ακρίβεια, ο συγκεκριμένος κίνδυνος ήταν περισσότερο αναπόφευκτο γεγονός, πράγμα που δε σκόπευε να αποκαλύψει στον Τζιμ, τουλάχιστον όχι μέχρι να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια. Ήξερε πώς λειτουργούσε ο Δεκαετής Δολοφόνος. Αρεσκόταν να παίζει με τα θύματά του, να τους προσφέρει μία χαραμάδα ελπίδας και έπειτα να τους δείχνει ότι αυτή η ελπίδα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία απλή ψευδαίσθηση. Πάντως, ήταν η πρώτη φορά που ζητούσε λύτρα για μια απαγωγή. Το συνήθιζε κατά καιρούς να διαλύει οικογένειες με αυτόν τον τρόπο, μα ποτέ μέχρι τότε δεν είχε ζητήσει χρήματα για να χαρίσει σε κάποιον τη ζωή του. Αυτή η λεπτομέρεια ήταν που της έδινε κάποια ελπίδα για ευτυχή κατάληξη στην υπόθεση.
– Γεια σας κύριε Τρίγκερ. Είμαι η Κέιτ Γουέλς, επικεφαλής του τμήματος ανθρωποκτονιών του Λος Άντζελες.
Ο Τζιμ Τρίγκερ την κοίταξε καχύποπτα, εξεταστικά. Ένιωσε το διαπεραστικό του βλέμμα να σαρώνει το πρόσωπό της και να παρεισφρέει στις σκέψεις της. Τρομοκρατήθηκε. Δεν είχε ξανανιώσει κάτι παρόμοιο. Ήταν σαν ο γιατρός να βγάζει ακτινογραφίες του εγκεφάλου της, της ίδιας της ψυχής της. Όταν της μίλησε, η φωνή του ακούστηκε βαθιά και βραχνή.
– Τμήμα ανθρωποκτονιών; Σε συνδυασμό με την περιττή επισημότητα φαντάζομαι πως κανείς δεν έκανε σωστά τη δουλειά του κι εγώ δεν έχω λόγο να συνεχίσω να υπάρχω σε αυτήν την κόλαση.
Ο Τζιμ είχε παρεξηγήσει την κατάσταση. Βέβαια, δεν είχε και άδικο. Τι γύρευε το τμήμα ανθρωποκτονιών σε μια απλή απαγωγή; Μόνο που η απαγωγή της γυναίκας και της κόρης του κάθε άλλο παρά απλή ήταν. Έσπευσε να του εξηγήσει πώς έχουν τα πράγματα.
– Κύριε Τρίγκερ, ανέλαβα τη συγκεκριμένη υπόθεση διότι ο απαγωγέας της γυναίκας σας και της κόρης σας είναι ο Δεκαετής Δολοφόνος. Δεν ξέρω αν τον έχετε ακουστά, μα πρόκειται για έναν κατά συρροή δολοφόνο που δρα εδώ και είκοσι χρόνια σχεδόν.
Συνέχισε να την κοιτάζει καχύποπτα. Μπόρεσε να φανταστεί ποιες ήταν οι απορίες που γεννήθηκαν στο μυαλό του. Οι επόμενες ερωτήσεις του την επιβεβαίωσαν.
– Τότε γιατί ένας κατά συρροή δολοφόνος ζητάει λύτρα; Είσαι σίγουρη πως αυτός ο Δεκαετής Δολοφόνος απήγαγε τη γυναίκα μου και την κόρη μου;
Ήταν σίγουρη. Αυτός ήταν ο τρόπος που δρούσε ο Δεκαετής Δολοφόνος, με εξαίρεση τα λύτρα. Θα μπορούσε να αναγνωρίσει τη μεθοδολογία του, τα μηνύματά του και τις κινήσεις του ακόμα και σε κατάσταση μέθης. Όποτε επέλεγε να ασχοληθεί με τον τομέα των απαγωγών, διάλεγε ως θύματα μόνο γυναίκες, συνήθως τη μητέρα με τις κόρες της. Απέφευγε να φανταστεί πώς ασελγούσε εις βάρος τους, και σίγουρα δε θα έλεγε κάτι τέτοιο στον καημένο πατέρα και σύζυγο. Επίσης, ο Δεκαετής Δολοφόνος επικοινωνούσε πάντα μέσω διαδικτυακών μηνυμάτων, χωρίς να αφήνει το παραμικρό ηλεκτρονικό ίχνος. Κανείς ποτέ δεν είχε ακούσει τη φωνή του, δεν είχε δει το πρόσωπό του, εκτός από τους ανθρώπους που βρίσκονταν στη δούλεψή του. Όμως ούτε κι εκείνοι γνώριζαν πολλά για το αφεντικό τους. Μάλιστα, το όνομά του οι περισσότεροι το αγνοούσαν. Συνολικά όλα αυτά τα χρόνια η αστυνομία είχε συλλάβει οχτώ από τους άντρες του, αλλά κανείς τους δεν είχε προσφέρει κάποια πολύτιμη πληροφορία κατά την ανάκρισή του.
Με λίγα λόγια, ήταν φαινομενικά αδύνατον να εντοπιστεί ο Δεκαετής Δολοφόνος, πόσο μάλλον να συλληφθεί. Αν, λοιπόν, ήθελε να σώσει τις δύο αθώες ζωές η Κέιτ, θα έπρεπε να καταφέρει να τον βρει υπό την πίεση του χρόνου και χωρίς κανένα σημαντικό στοιχείο. Ο μοναδικός λόγος που η υπόθεση βρισκόταν στη δικαιοδοσία της και όχι σε αυτήν του FBI ήταν η τριετής παύση των φόνων πριν δέκα χρόνια. Έκτοτε η σπείρα του δολοφόνου – φάντασμα φάνηκε να οργανώνεται καλύτερα, και μάλιστα για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα κανείς δεν είχε αντιληφθεί την επαναδραστηριοποίησή της. Ο αριθμός των θυμάτων όλα αυτά τα χρόνια ανερχόταν στα εκατόν δέκα. Ο Δεκαετής Δολοφόνος περηφανευόταν για τα «κατορθώματά» του στα άρθρα που συχνά πυκνά δημοσίευε στο διαδίκτυο μετά την αποκάλυψη της επιστροφής του.
Φυσικά, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ενδιέφερε τον Τζιμ Τρίγκερ, οπότε δε θα είχε κανένα νόημα να του μιλήσει με τόσες λεπτομέρειες για τον άντρα που του είχε στερήσει τη θαλπωρή της οικογένειάς του. Περιορίστηκε σε μερικές τυπικές κουβέντες, προσπαθώντας να ακουστεί όσο το δυνατόν πιο πειστική.
– Όλα τα στοιχεία συνηγορούν στο ότι είναι αυτός. Μελετώ χρόνια την υπόθεσή του και έχω εντρυφήσει στο προφίλ του. Εμπιστευτείτε με, ξέρω καλά τη δουλειά μου.
Σίγουρα μία απάντηση σαν αυτήν που της έδωσε ο Τζιμ Τρίγκερ δεν την περίμενε. Ο γιατρός ήταν όχι μόνο απρόβλεπτος στα λόγια του, αλλά και ιδιαίτερα παράτολμος και προκλητικός. Δεν τη γνώριζε σχεδόν καθόλου, κι όμως της μιλούσε σαν να είναι η μικρή του αδελφή.
– Αν όντως ήξερες τόσο καλά τη δουλειά σου, η γυναίκα μου κι η κόρη μου θα ήταν εδώ και θα δειπνούσαμε όπως κάθε βράδυ. Αντίθετα, ο δολοφόνος που όπως διατείνεσαι ότι γνωρίζεις πολύ καλά, κυκλοφορεί ελεύθερος και τις κρατά κι εγώ δεν ξέρω πού! Επίσης, μου ζητάς να εμπιστευτώ κάποια που μόλις γνώρισα και που ακόμα μου μιλά στον πληθυντικό;
Το ξανασκέφτηκε. «Όχι, όχι η μικρή του αδελφή. Μια νέα φοιτήτρια ίσως.». Όπως και να είχε, ο γιατρός την είχε επηρεάσει, βάζοντάς τη σε νέες σκέψεις. «Έχει δίκιο, πώς του ζητώ να με εμπιστευτεί;». Όσο για το γεγονός ότι του απευθυνόταν στον πληθυντικό αριθμό, το έκανε από σεβασμό, γι’ αυτό και δυσαρεστήθηκε με το συγκεκριμένο κομμάτι της επίπληξής του. Αποφάσισε, πάντως, να αλλάξει τη στάση της.
– Σου υπόσχομαι ότι θα τις φέρω πίσω σώες και αβλαβείς. Το μόνο που σου ζητώ είναι να συνεργαστείς μαζί μου και να ακολουθήσεις τις οδηγίες μου. Είμαστε σύμφωνοι;
Ξαφνικά η έκφραση του προσώπου του μαλάκωσε. Το διερευνητικό του βλέμμα έγινε βλέμμα συγκατάβασης, και ένα αχνό χαμόγελο προσπάθησε να θερμάνει την ψυχρότητα της αγωνίας του.
– Εντάξει.
Και κάπως έτσι ολοκληρώθηκε η πρώτη τους συζήτηση. Δε θα την ξεχνούσε ποτέ. Ήταν σαν μία δοκιμασία που είχε περάσει με σχετική επιτυχία, όχι τόσο με τα λόγια της, όσο με τις αντιδράσεις των εκφράσεων και των κινήσεών της. Το είχε σκεφτεί πολλές φορές από τότε, και πάντα κατέληγε στο ίδιο συμπέρασμα. Ο Τζιμ Τρίγκερ ήταν άνθρωπος που έκρινε τους άλλους περισσότερο με βάση αυτά που έβλεπε στο βλέμμα τους και γενικότερα στο πρόσωπό τους, παρά με όσα άκουγε.
Μετά από εκείνη τη συζήτηση, ακολούθησαν αρκετές διαβουλεύσεις με την ομάδα της, κυρίως για να μελετήσουν τα μηνύματα που είχε στείλει ο Δεκαετής Δολοφόνος στον Τζιμ Τρίγκερ. Ήταν δύο σε αριθμό, τουλάχιστον μέχρι τότε.
Αν θέλεις να ξαναδείς ζωντανές τη γυναίκα σου και την κόρη σου, τότε θα πρέπει να πληρώσεις.
Αυτό ήταν το πρώτο μήνυμα. Λιτό και περιεκτικό όπως πάντα. Μόνο που αυτή ήταν η πρώτη φορά που ο Δεκαετής Δολοφόνος ζητούσε από τον οικογενειάρχη να πληρώσει. Μέχρι τότε απλά τον ενημέρωνε για την απαγωγή της γυναίκας του και της κόρης του, λέγοντας στο τέλος πως οι ζωές τους εξαρτιόνταν από τις ορέξεις του. Σύμφωνα με τη στατιστική, πάντως, ο Δεκαετής Δολοφόνος δεν απήγαγε ποτέ περισσότερες από έξι γυναίκες κάθε χρόνο. Με τη σύζυγο και την κόρη του Τρίγκερ, ο αριθμός αυτός ξεπερνιόταν για εκείνο το έτος, φτάνοντας τις επτά. «Η δεύτερη και τελευταία διαφορά έως τώρα.» σκέφτηκε όταν παρατήρησε τη συγκεκριμένη λεπτομέρεια, αλλά και πάλι παρέμεινε ακλόνητη στην άποψή της πως είχαν να κάνουν μαζί του και όχι με οποιονδήποτε άλλο απλό απαγωγέα, ή μιμητή.
Φωνάζουν απεγνωσμένα. Τρομοκρατούνται στο άκουσμα της φωνής μου, στο άγγιγμα του γυμνού μου κορμιού. Διψάω για αίμα.
Το δεύτερο μήνυμα αποτελούσε την πιο τρανταχτή απόδειξη ότι τις είχε απαγάγει ο Δεκαετής Δολοφόνος. Όπως της είχε πει ο Γουίλ Τουέιν, ο οποίος είχε φτάσει νωρίτερα στο διαμέρισμα του Τρίγκερ, ο χειρουργός είχε σπάσει τουλάχιστον δέκα πιάτα και άλλα τόσα ποτήρια διαβάζοντας το συγκεκριμένο μήνυμα. Μέχρι και το φορητό του υπολογιστή θα είχε κομματιάσει αν δεν τον συγκρατούσαν οι αστυνομικοί. «Κλασική τακτική του Δεκαετούς Δολοφόνου. Παίζει με τα συναισθήματα. Του αρέσει να παριστάνει το θεό, να κινεί τα νήματα γύρω του.» ήταν οι πρώτες σκέψεις της Κέιτ. Επίσης, λυπήθηκε πολύ για τον Τζιμ. Ο γιατρός φαινόταν ιδιαίτερα ήρεμος και ψύχραιμος άνθρωπος. Πρέπει να ήταν συγκλονιστικός ο θυμός που είχε ξυπνήσει μέσα του ο απαγωγέας της οικογένειάς του, μέσα σε λιγότερες από δύο γραμμές.
Έπειτα από αυτό, δεν μπόρεσε να μην πάει να του μιλήσει, να τον παρηγορήσει όσο της επέτρεπε η περιορισμένη εμπειρία της στο επίπεδο των ανθρώπινων σχέσεων.
– Δεν είναι απαραίτητο να λέει αλήθεια. Το μόνο που θέλει είναι να σε εξαγριώσει. Μην πέφτεις στην παγίδα του. Πρέπει να σκέφτεσαι καθαρά.
Εκείνος την κάρφωσε με ένα βλέμμα απόκοσμο, στραμμένο περισσότερο μέσα στην ψυχή του παρά στο πρόσωπό της. Τρόμαξε στη θέα του. Για μια στιγμή φοβήθηκε πως ο Τζιμ είχε αρχίσει να χάνει τα λογικά του. Ευτυχώς όταν αποφάσισε να της μιλήσει ακούστηκε κατασταλαγμένος και ενσυνείδητος.
– Πώς να μην εξαγριωθώ; Η κόρη μου κι η σύζυγός μου βρίσκονται στο έλεος ενός αιμοσταγούς φονιά, ο οποίος πιθανότατα ασελγεί εις βάρος τους. Πώς υποτίθεται ότι πρέπει να αντιδράσω;
Όλα έδειχναν πως είχε επανακτήσει το χαμένο του αυτοέλεγχο, πράγμα πολύ σημαντικό για την αποδοτικότητα της συνεργασίας τους. Είχε να του θέσει αρκετές σημαντικές ερωτήσεις, γι’ αυτό και ήλπιζε ο γιατρός να συνεχίσει να της μιλά με την ίδια ψυχραιμία και σταθερότητα στη φωνή του.
– Ξέρω πως ήδη μίλησες σε συναδέλφους μου για ό, τι συνέβη μέχρι να μας καλέσεις, όμως θέλω να τα ακούσω από εσένα. Είναι σημαντικό για την έρευνα. Πιστεύεις πως μπορείς να το κάνεις;
Υπέθεσε πως έκανε κάποιο λάθος. Τουλάχιστον αυτό της έδωσε να καταλάβει η αντίδραση του Τζιμ, η οποία περιορίστηκε σε ένα αγριεμένο βλέμμα. Λίγο αργότερα, και ενώ στο μεσοδιάστημα η υπαστυνόμος δίστασε να του ξαναμιλήσει, ο γιατρός της έδωσε την απάντησή του.
– Δεν είμαι κανένα παιδί. Όσο κι αν με πονάει, μπορώ να ανακαλέσω κάθε σημαντική ανάμνηση.
– Χαίρομαι που το ακούω.
– Εγώ θα χαρώ αν σε ακούσω να μου λες ότι τις βρήκατε ζωντανές και ότι πιάσατε αυτό το κάθαρμα.
Συνήθως τα μέλη της οικογένειας που έχαναν τους δικούς τους με αυτόν τον τρόπο αρκούνταν στο να τους ξαναδούν ασφαλείς και υγιείς. Ο Τζιμ Τρίγκερ ήθελε κάτι περισσότερο. Εκτός από την επιστροφή της γυναίκας του και της κόρης του, ζητούσε και εκδίκηση. Όσο περισσότερο μιλούσε μαζί του, τόσο καλύτερα τον γνώριζε. Πλέον ήξερε πως ήταν ένας δυναμικός χαρακτήρας, χωρίς καμία διάθεση να αδικηθεί, πόσο μάλλον να απειληθεί από κάποιον.
– Σου υποσχέθηκα πως θα το κάνω. Χρειάζομαι, όμως, και τη δική σου βοήθεια. Θα μου διηγηθείς όλα όσα συνέβησαν;
Και έτσι ξεκίνησε να της περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια πώς είχε επιστρέψει το προηγούμενο βράδυ από το νοσοκομείο όπου δούλευε, πώς είχε αναζητήσει την κόρη του και τη γυναίκα του, πρώτα τηλεφωνικά και έπειτα πηγαίνοντας σε όλα τα πιθανά μέρη όπου θα μπορούσε να τις βρει, και πώς, τέλος, είχε ανακαλύψει το πρώτο μήνυμα του Δεκαετούς Δολοφόνου στο ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο. Όταν τον ρώτησε τι ώρα σχολούσαν η κόρη του από το σχολείο και η γυναίκα του από τη δουλειά, εκείνος της είπε ότι η πρώτη τελείωνε με τα μαθήματά της στις δύο το μεσημέρι, ενώ η σύζυγός του είχε άδεια τη συγκεκριμένη ημέρα, αφού την προηγούμενη εφημέρευε στο νοσοκομείο. Η Σούζαν Νόρεν, σύζυγος του Τζιμ Τρίγκερ, ήταν επίσης γιατρός, νευροχειρουργός. Αυτό δεν το είχε μάθει μέχρι εκείνη τη στιγμή η Κέιτ Γουέλς.
– Επομένως η Σούζαν θα πήγαινε στο σχολείο της κόρης σας για να τη φέρει σπίτι. Προφανώς το έκανε, αφού απήχθηκαν και οι δύο. Το θέμα είναι σε ποιο σημείο της πόλης έγινε η απαγωγή. Ήταν πεζή ή με το αυτοκίνητο;
– Με το αυτοκίνητο. Υποτίθεται ότι ψάχνετε να το βρείτε.
Η παρατήρησή του την εξόργισε. Η οργή αυτή είχε αποδέκτη όχι τον Τρίγκερ, αλλά τους συναδέλφους της. Κανείς δεν της είχε αναφέρει τίποτα σχετικό με το αυτοκίνητο της Νόρεν. Θα τους έλεγε αργότερα μερικές κουβέντες.
– Ναι, σωστά. Ελπίζω να βρούμε κάτι που θα μας βοηθήσει.
Ο Γουίλ Τουέιν έφτασε φουριόζος στην άκρη του σαλονιού, όπου και κάθονταν όλη αυτήν την ώρα, δίπλα στο παράθυρο, και τους διέκοψε.
– Κύριε Τρίγκερ, μόλις λάβατε ένα ηχητικό μήνυμα στο ηλεκτρονικό σας ταχυδρομείο.
Τζιμ και Κέιτ πετάχτηκαν όρθιοι σαν να είχαν ελατήρια εφαρμοσμένα στο σώμα τους, και έτρεξαν πίσω από τον Γουίλ, με προορισμό την κουζίνα του διαμερίσματος, όπου κάθονταν καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας ένας ή δύο αστυνομικοί, παρακολουθώντας το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του γιατρού. Ο ένας ήταν ο Τουέιν, ενώ ο δεύτερος ονομαζόταν Σαμ Ρίτσι. Ο Ρίτσι ήταν ένας πενηντάρης αστυνομικός, που ποτέ του δεν είχε καταφέρει να ανελιχθεί περισσότερο στην ιεραρχία της αστυνομίας. Η Κέιτ δεν τον εκτιμούσε ιδιαίτερα, και δεν απορούσε καθόλου με τη στασιμότητα της καριέρας του. Ήταν ανίκανος να λάβει πρωτοβουλίες, σκεφτόταν μονοδιάστατα, ενώ το μόνο που ήξερε να κάνει καλά ήταν να ακολουθεί διαταγές. Τουλάχιστον σε αυτό ήταν αλάνθαστος, οπότε δεν είχε πρόβλημα να τον έχει στην ομάδα της. Άλλωστε, κάθε σωστά οργανωμένη ομάδα χρειάζεται και κάποιον που θα κάνει ακριβώς ό, τι του ζητήσουν, χωρίς ποτέ να αμφισβητήσει την εξουσία. Ο Σαμ πάτησε το πλήκτρο της αναπαραγωγής στο φορητό υπολογιστή του Τζιμ.
Γεια σου Τζίμι. Γεια και σε σένα Κέιτ. Οι άνθρωποί μου με πληροφόρησαν πως ανέλαβες την υπόθεσή μου. Αισθάνομαι περήφανος που μια τόσο καυτή γυναίκα με κυνηγά. Τέλος πάντων, στο θέμα μας. Τζίμι, έχω κάτι που σου ανήκει. Υποθέτω πως με θέλεις νεκρό, αλλά αυτός είναι ένας ευσεβής πόθος που θα αργήσει να πραγματοποιηθεί. Απεναντίας, η κορούλα σου και η σκύλα η γυναίκα σου μπορεί να χάσουν τις τιποτένιες ζωές τους από στιγμή σε στιγμή, γι’ αυτό άκουσέ με προσεκτικά. Αυτό που θέλω από σένα είναι… ας πούμε… να πας στο διάολο!
Κλασικός Δεκαετής Δολοφόνος. Τελικά δε ζητούσε λύτρα. Θα σκότωνε τις δύο γυναίκες όποτε ένιωθε πως έχει όρεξη να γευτεί το αίμα τους. Φυσικά, ο Τζιμ δεν είχε το κουράγιο να ακούσει κάτι τέτοιο, ούτε καν να το σκεφτεί. Ανήσυχη διάβασε στο βλέμμα του την απόγνωση, την παραίτηση και την απέραντη θλίψη που σύντομα θα τον καταλάμβανε. Πιθανότατα είχε καταλάβει πως ο άντρας που είχε απαγάγει την κόρη του και τη σύζυγό του δεν είχε καμία διάθεση να διαπραγματευτεί για τις ζωές τους.
Μέσα σε όλα αυτά δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι ο Δεκαετής Δολοφόνος όχι μόνο τη γνώριζε, μα και είχε ενημερωθεί ότι πλέον αυτή τον κυνηγούσε. Ακόμα και αν σκόπευε να διερευνήσει τη συγκεκριμένη λεπτομέρεια, τα επόμενα λόγια του Τρίγκερ δεν της άφησαν κανένα περιθώριο να σκεφτεί τον εαυτό της.
– Πολύ καλά. Αφού θέλει να πάω στο διάολο, τότε αυτό ακριβώς θα κάνω.
Έσπευσε να τον εκλογικεύσει. Δεν μπορούσε να του επιτρέψει να κάνει κάτι τέτοιο. Ήταν ανώφελο, τεράστιο λάθος.
– Τζιμ! Σύνελθε! Μην ξεχνάς πως έχουμε να κάνουμε με έναν δολοφόνο! Δεν μπορείς να βασιστείς σε τίποτα από αυτά που λέει!
– Θα κάνω ό, τι χρειαστεί για να έχουν έστω και μία μικρή ελπίδα να σωθούν. Άλλωστε, η ζωή μου χωρίς αυτές δε θα αξίζει τίποτα.
Εντυπωσιάστηκε από την αγάπη του και την αυταπάρνησή του. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε νιώσει κάτι παρόμοιο για κάποιον άντρα. Ίσως γι’ αυτό είχε μείνει μόνη. Αντίθετα, ο Τζιμ Τρίγκερ είχε βρει τη Σούζαν Νόρεν και είχε αποκτήσει μαζί της μία κόρη. Αυτό το τόσο σπάνιο δώρο, αυτήν την ευλογία, του τη στερούσε με το χειρότερο τρόπο ένας κατά συρροή δολοφόνος, ο δολοφόνος που η ίδια υποτίθεται ότι είχε αναλάβει να συλλάβει. Εξοργίστηκε με την ανικανότητά της να διεκπεραιώσει την αποστολή της. Εν μέρει ευθυνόταν για τη δυστυχία του γιατρού. Εν μέρει υπήρχε αίμα και στα δικά της χέρια.
– Τζιμ, σκέψου καθαρά. Τίποτα δεν έχει κριθεί ακόμα. Ίσως καταφέρουμε να τον εντοπίσουμε. Θα αναλύσουμε το ηχητικό μήνυμα που έστειλε και ίσως ανακαλύψουμε κάποιο στοιχείο που θα μας οδηγήσει στα ίχνη του. Ένας ήχος τρένου, για παράδειγμα, θα σήμαινε ότι βρίσκεται κοντά σε σιδηροδρομικές ράγες. Μη χάνεις την ελπίδα σου!
Ούτε η ίδια πίστευε στα λόγια της. Εντωμεταξύ, το ηχογραφημένο μήνυμα είχε αλλοιωθεί, οπότε ούτε την πραγματική φωνή του Δεκαετούς Δολοφόνου είχαν ακούσει. Όσο για το στοιχείο που είχε τάξει στον Τρίγκερ, το θεωρούσε απίθανο η εμπειρία του απαγωγέα να άφηνε ένα τόσο αισιόδοξο περιθώριο λάθους.
– Ούτε εσύ το πιστεύεις, έτσι; Θα πρέπει να μάθεις να υποκρίνεσαι καλύτερα.
Την είχε ψυχολογήσει αλάνθαστα. Δεν της ήταν καθόλου εύκολο να λέει ψέματα. Πάντα θεωρούσε ότι ένα καλό ψέμα απαιτεί και ιδιαίτερα καλή μνήμη, και δεν είχε καμία διάθεση να γεμίζει τη μνήμη της με ψέματα που θα έπρεπε να θυμάται ότι έχει πει, μόνο και μόνο για να μην προδοθεί στο μέλλον. Στην προκειμένη περίπτωση, επέλεξε τη σιωπή ως απάντηση στην αποστομωτική κουβέντα του γιατρού.
Την ηλεκτρισμένη σιωπή διέκοψε μία κλήση στο κινητό τηλέφωνο του οικογενειάρχη. Με τρεμάμενα χέρια το έβγαλε από την τσέπη του. Τον είδε να κοιτάζει την οθόνη απορημένος. Προφανώς ο αριθμός ήταν άγνωστος. «Ίσως είναι εκείνος!» σκέφτηκε και έσκυψε πάνω από το κεφάλι του Τζιμ, θέλοντας να δει και η ίδια το νούμερο. Όντως, δεν ήταν καταχωρημένο στη μνήμη του κινητού, αλλά ούτε και απόκρυψη είχε. Αυτό σήμαινε πως αν αυτός που καλούσε τον καρδιοχειρουργό ήταν ο δολοφόνος, τότε χρησιμοποιούσε ξένο τηλέφωνο. Και πάλι, όμως, ίσως κατάφερναν να εντοπίσουν την τοποθεσία απ’ όπου πραγματοποιούταν η κλήση. Το περασμένο βράδυ, άλλωστε, οι τεχνικοί της αστυνομίας είχαν παγιδεύσει όλα τα τηλέφωνα στο διαμέρισμα του Τζιμ Τρίγκερ και της Σούζαν Νόρεν.
– Απάντησε.
Αν δεν τον προέτρεπε, ίσως να μην το έκανε ποτέ. Είχε παγώσει με το κινητό στο χέρι του, αλλά μόλις άκουσε τη φωνή της, κινητοποιήθηκε.
– Εμπρός.
Αμέσως ο Τζιμ έθεσε την κλήση σε ανοιχτή ακρόαση. Η φωνή που ακούστηκε ήταν η ίδια με εκείνη του ηχογραφημένου μηνύματος.
– Ωραία. Τώρα τα λέμε και ζωντανά. Ο λόγος που αποφάσισα να τηλεφωνήσω είναι καθαρά επαγγελματικός.
– Τι εννοείς;
Η διευκρινιστική ερώτηση του Τζιμ έπεσε στο κενό.
– Μου μένει λιγότερο από ένα λεπτό για να ολοκληρώσω αυτό που θέλω χωρίς να με εντοπίσετε. Για την ακρίβεια, σαράντα δευτερόλεπτα, γι’ αυτό μη με διακόπτετε.
Επικράτησε νεκρική σιωπή στην κουζίνα. Τη σιωπή αυτήν την έσπασαν τα κλάματα ενός μικρού κοριτσιού. Ήταν η κόρη του Τζιμ και της Σούζαν! Προφανώς ο Δεκαετής Δολοφόνος είχε θέσει σε ανοιχτή ακρόαση και τη δική του συσκευή. Αμέσως μετά ακούστηκαν οι κραυγές αγωνίας της γυναίκας.
– Τζιμ! Με ακούς; Βοήθεια! Κάνε κάτι! Πάντα έκανες! Σώσε μας!
Δάκρυα κύλησαν στο χλομό πρόσωπο του γιατρού. Ήταν εμφανής η προσπάθεια που κατέβαλλε για να μην ξεσπάσει σε αναφιλητά. Άκουγε την κόρη του και τη σύντροφό του πιθανότατα για τελευταία φορά, και τις άκουγε να υποφέρουν, να ζητούν απεγνωσμένα βοήθεια, τη δική του βοήθεια, κι αυτός να είναι ανήμπορος να δράσει, καθηλωμένος στην κουζίνα του σπιτιού τους.
– Τριάντα δευτερόλεπτα Τζίμι. Σκέφτηκες την πρότασή μου; Η ζωή σου για τις δικές τους.
– Θα κάνω ό, τι χρειαστεί! Και μετά θα γυρίσω από την κόλαση για να σε στοιχειώσω κάθαρμα! Μην τολμήσεις να τις αγγίξεις!
Κανείς από τους Γουίλ και Σαμ δεν τολμούσε να παρέμβει στη συζήτηση, ούτε καν η ίδια. Είχαν κοκαλώσει και περίμεναν να δουν τι θα συμβεί. Η μόνη κίνηση στο χώρο ήταν αυτή του Ρίτσι, ο οποίος προσπαθούσε να εντοπίσει την πηγή της κλήσης. Ακόμα δεν είχε καταφέρει να συγκρατήσει συγκεκριμένες συντεταγμένες στο πρόγραμμα που χειριζόταν. Όπως είχε πει και ο δολοφόνος, χρειαζόταν περίπου μισό λεπτό ακόμη.
– Αλήθεια; Ξέρεις, Τζίμι, δε σε επέλεξα τυχαία. Έχω σχέδια για σένα. Όπως και για σένα Κέιτ.
Η ξαφνική αναφορά του ονόματός της την ενεργοποίησε από την αδράνεια στην οποία είχε βρεθεί. Μπήκε αποφασισμένη στη συζήτηση.
– Τι είναι αυτό που ζητάς;
– Όπως είπα, τη ζωή του Τζίμι. Αν και ξέρω πολύ καλά ότι δε με πιστεύει. Φαντάζομαι ότι εσύ Κέιτ τον έπεισες πως ό, τι κι αν κάνει, στο τέλος θα σκοτώσω τις γυναίκες της ζωής του. Μα τι συγκινητικό που ακούγεται… Οι γυναίκες της ζωής του…
Δέκα δευτερόλεπτα ακόμα. Για μια τελευταία φορά ακούστηκε η φωνή της Σούζαν, αυτήν τη φορά πολύ πιο αδύναμη, εξουθενωμένη από την υπερπροσπάθεια, παραδομένη στον επερχόμενο θάνατο.
– Μην τον ακούς Τζιμ… Σ’ αγαπάω… Να το θυμάσαι…
Και έσβησε για πάντα. Ο βρόγχος της διαπέρασε το ακουστικό και έφτασε καθαρός στα αυτιά του Τζιμ, της Κέιτ, του Γουίλ και του Σαμ. Προφανώς ο Δεκαετής Δολοφόνος την είχε μαχαιρώσει, αφού δεν ακούστηκε κάποιος πυροβολισμός.
– Μαμά! Όχι! Μπαμπά! Βοήθεια!
– Ρίτα…
Ακόμα μία κραυγή, και ένας ρόγχος πανομοιότυπος με τον τελευταίο. Και έπειτα σιωπή. Τρία, δύο, ένα… και η κλήση τερματίστηκε, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Ύστερα το πένθος. Ύστερα η θλίψη, η απόγνωση, τα δάκρυα απώλειας και οργής. Δάκρυα γεμάτα ουσία, γεμάτα αναμνήσεις, αγάπη, πόνο. Η Κέιτ δεν είχε ξαναδεί άνθρωπο στην κατάσταση του Τζιμ. Δεν μπορούσε ούτε να φανταστεί πώς αισθανόταν ο γιατρός. Είχε ακούσει ζωντανά τη δολοφονία της κορούλας του και της συντρόφου του. Για αυτό ήταν ικανός ο Δεκαετής Δολοφόνος.
Όταν ο Τζιμ Τρίγκερ συνήλθε – όσο θα μπορούσε να συνέλθει – γύρισε και την κοίταξε. Προσπάθησε να τον ψυχολογήσει. Από το σκοτεινό του βλέμμα είχε χαθεί κάθε ίχνος συναισθήματος. Στο πρόσωπό του επικρατούσε πολικό ψύχος, πολύ πιο ισχυρό από το δικό της. Τον τρόμαξε η μεταστροφή του χειρουργού. Όταν άνοιξε το στόμα του, πρώτα ακούστηκαν μερικές άναρθρες κραυγές και έπειτα τα λόγια του. Λόγια γεμάτα μίσος, γεμάτα δίψα για εκδίκηση. Τελικά αυτά ήταν τα μόνα συναισθήματα που είχαν απομείνει στην κατακρεουργημένη ψυχή του Τζιμ.
– Όταν τον πιάσεις, δε θα δικαστεί. Αυτό το κάθαρμα δεν έχει κανένα δικαίωμα στην κοινωνία που ζω. Θα τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια. Μου το χρωστάς Κέιτ Γουέλς, τουλάχιστον αυτό.
Ήξερε τι εννοούσε ο Τρίγκερ. Του είχε υποσχεθεί ότι θα τις σώσει και είχε αποτύχει παταγωδώς. Μέσα σε μια μέρα ο Δεκαετής Δολοφόνος είχε τελειώσει με τη Σούζαν και τη Ρίτα, χωρίς να αφήσει το παραμικρό περιθώριο διαπραγμάτευσης. Τις είχε σκοτώσει εντελώς αβίαστα, παίζοντας με την ψυχολογία του πατέρα και συζύγου, προκαλώντας τον σε ένα άσκοπο παιχνίδι, το οποίο ήλεγχε από την αρχή μέχρι το τέλος. Πλέον το μόνο πράγμα που κρατούσε ζωντανό τον Τζιμ ήταν ο διακαής πόθος του να σκοτώσει αυτό το κάθαρμα. Τον καταλάβαινε, τον δικαιολογούσε. Αν ήταν στο χέρι της, θα του έδινε αυτήν την ευκαιρία.
Δε θα ξεχνούσε ποτέ εκείνη τη μέρα. Βέβαια, το «ποτέ» για εκείνον ήταν περιορισμένο σε μερικά χρόνια, ίσως και μήνες. Ήταν η μέρα που τον είχε αλλάξει σαν άνθρωπο, ή μάλλον τον είχε κατευθύνει σε έναν δρόμο που δε θα επέλεγε υπό διαφορετικές συνθήκες. «Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Προσαρμόζονται στις εκάστοτε συνθήκες σύμφωνα με το χαρακτήρα που έχουν διαμορφώσει και συνεχίζουν να διαμορφώνουν, πάντα σε ένα σταθερό μοτίβο.» συνήθιζε να υποστηρίζει από την εφηβική του ηλικία, τότε που και ο ίδιος είχε διαμορφώσει το δικό του χαρακτήρα, τις δικές του απόψεις.
Επομένως, το τέρας που είχε γίνει δεν ήταν κάτι ξένο προς τη φύση του. Το τέρας που είχε «κλέψει» τα όργανα μιας ηλικιωμένης γυναίκας και είχε ανατινάξει ένα κτίριο για να καλύψει τα ίχνη του ήταν κομμάτι του εαυτού του και το είχε αποδεχτεί. Στην αδύναμη πλευρά του εαυτού του, η οποία χρειαζόταν δικαιολογίες για αυτές τις φρικτές του πράξεις, έλεγε πως η Τερέζα ήταν εξίσου διεφθαρμένη με το γιο της, το ίδιο και όσοι κατοικούσαν μαζί με τον έμπορο λευκής σαρκός. Όμως και να μην ίσχυε αυτό, οι τύψεις του μειώνονταν όλο και περισσότερο. Άγγιζε σιγά σιγά τον ηθικό εφησυχασμό.