Καρδιά, πνεύμονες, ήπαρ, νεφροί, πάγκρεας, κερατοειδής χιτώνας των οφθαλμών, μοσχεύματα για τη σωτηρία του πολυτιμότερου αγαθού, της ζωής. Τεκμαιρόμενη δωρεά σώματος σε μία χώρα βαθιά δημοκρατική, υπόδειγμα ευνομούμενης πολιτείας και καταφύγιο κατατρεγμένων και αδικημένων ανθρώπων. Αρχικά η εφαρμογή του συγκεκριμένου νόμου είχε δεχτεί έντονες κριτικές, με κύριο επιχείρημα την υπονόμευση της ελεύθερης βούλησης, μα τελικά επικράτησε η ανάγκη της δημόσιας υγείας και του κοινού συμφέροντος. Άλλωστε, δεν αποτελεί ευκαιρία – πέρα από δικαίωμα – η δωρεά οργάνων και ζωής στο κοινωνικό σύνολο; Πόσο μάλλον σε μία πολιτισμένη και ανθρωπιστική κοινωνία που διευρύνεται συνεχώς υποδεχόμενη όλους όσοι επιθυμούν να ενταχθούν σε αυτήν.
«Καλώς ήρθες στην Περσεφόνη.».
Για έναν νέο αυτής της κοινωνίας το δικαίωμα στη δημόσια εκπαίδευση ήταν το ίδιο σεβαστό και ζωτικό με το αντίστοιχο στη δημόσια υγεία. Ο Ερμής, φοιτητής ιατρικής στο εικοστό τέταρτο έτος της ηλικίας του, εκτιμούσε όχι μόνο τα δικαιώματά του, αλλά και τις υποχρεώσεις του. Αισθανόταν υπεύθυνος για το χώρο που καταλάμβανε στη φιλική προς το περιβάλλον πόλη του, για το μέρος του κρατικού προϋπολογισμού που προοριζόταν για τις σπουδές του, μα κυρίως για τον κοινωνικό του περίγυρο και γενικότερα κάθε άνθρωπο που μπορούσε να βοηθήσει.
Μέρος αυτής της πηγαίας κοινωνικής του συνείδησης αποτελούσε και η αναζήτηση της αλήθειας. Όσο ωρίμαζε και αποκρυστάλλωνε την προσωπικότητά του, τόσο περισσότερο αυξάνονταν οι επιφυλάξεις του και οι ανησυχίες του για τη φαινομενικά ιδανική Πολιτεία. Άραγε ήταν πρακτικά εφικτό για μία οικονομία να βρίσκεται συνεχώς σε άνθιση; Ήταν ποτέ δυνατόν τα ποσοστά της ανεργίας και της εγκληματικότητας να είναι σταθερά σχεδόν μηδενικά; Με αυτά τα δεδομένα, δεν υπήρχε λόγος να απορεί κανείς που η Πολιτεία αποτελούσε τον πρώτο προορισμό των προσφύγων κάθε χρονικής εποχής.
Παρ’ όλα αυτά, ο Ερμής δεν είχε γνωρίσει κανέναν πρόσφυγα στα είκοσι τέσσερα χρόνια της ζωής του, και αυτό ενέτεινε τις υποψίες του και τις θεωρίες συνωμοσίας στο μυαλό του. Ζούσαν σε διαφορετικές πόλεις; Εντάσσονταν τόσο ομαλά στο κοινωνικό σύνολο που δεν αντιλαμβανόταν τη διαφορετικότητά τους; Μα πώς είναι δυνατόν να μην την αντιληφθεί; Άλλωστε, η Πολιτεία αποδεχόταν και ενθάρρυνε τη διαφορετικότητα και τον αλληλοσεβασμό. Η απάντηση των φίλων και της οικογένειάς του στις ανησυχίες του ήταν πάντα η ίδια. «Ακόμα και τα πιο ακραία και εχθρικά διακείμενα στην Πολιτεία μέσα ενημέρωσης δεν προβάλλουν τέτοιες απόψεις.».
Η Πολιτεία υποστήριζε ένθερμα την πολυφωνία, την ελευθερία του λόγου και την ελευθεροτυπία. Υπήρχε άραγε περίπτωση να πρόκειται για πέπλο συγκάλυψης και πλύσης εγκεφάλων; Ή όντως δημιουργούσε φαντάσματα στην υπερβολική του θέρμη να φανεί χρήσιμος; Όπως και να είχε, υπήρχαν και πιο αποδοτικοί τρόποι για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην κοινωνία. Θα εργαζόταν εθελοντικά στα κέντρα υποδοχής των προσφύγων ως φοιτητής ιατρικής. Έτσι, θα βοηθούσε τους συνανθρώπους του και ταυτόχρονα ίσως παρατηρούσε κάποια ύποπτη κίνηση που θα επιβεβαίωνε ή έστω θα ενίσχυε τις υποψίες του.
«Νομίζεις πως είσαι ο πρώτος που διερωτάται για αυτά που η πλειοψηφία επιλέγει να αγνοήσει; Όμως όπως όλοι αδιαφορούν για τα κακώς κείμενα, έτσι θα αδιαφορήσουν και για την απουσία σου.».
Στις διακοπές του, λοιπόν, ταξίδεψε στα βόρεια σύνορα της Πολιτείας, εκεί όπου χιλιάδες παιδιά και ενήλικες υπέφεραν από λοιμώξεις, υπερκόπωση, αφυδάτωση και ψυχολογική εξάντληση. Από τη μία συνέπασχε, από την άλλη αντλούσε κουράγιο από την ανάρρωσή τους, κουράγιο που μετέδιδε στους νεοφερμένους ασθενείς. Όχι μόνο δε διαπίστωσε κάποια παρατυπία στις διαδικασίες που ακολουθούνταν από τον κρατικό μηχανισμό και τις φιλανθρωπικές οργανώσεις, μα συγκινήθηκε από τη μαζική ανταπόκριση των συμπολιτών του στις ανάγκες των συνανθρώπων τους. Γνώρισε συμφοιτητές του από όλη τη χώρα, γιατρούς που εξασκούσαν την ειδικότητά τους, νοσηλευτές και τραυματιοφορείς, εθελοντές από κάθε επαγγελματικό χώρο, και, κυρίως, γνώρισε ανθρώπους εντελώς διαφορετικούς, όμως συνάμα τόσο ίδιους στις ανάγκες, τις ανησυχίες και τα όνειρά τους.
Μία εβδομάδα δεν ήταν αρκετή, αλλά σύντομα θα αναγκαζόταν να επιστρέψει στην πρωτεύουσα, την Αρετή. Μόνο το τελευταίο απόγευμα της παραμονής του στο κέντρο υποδοχής συνέβη αυτό που παραλίγο να διέφευγε της προσοχής του, αυτό που θα έκρινε το μέλλον του. Μέχρι τότε δεν είχε ανακαλύψει πού κατέληγαν οι πρόσφυγες που καταγράφονταν στους καταλόγους και κρίνονταν υγιείς, κι αυτό γιατί ακολουθούσε πιστά τους κανόνες, όπως είχε μάθει να πράττει σε όλη του τη ζωή. Ώσπου αναγκάστηκε να παραβιάσει έναν από αυτούς, στην προσπάθειά του να βρει το μικρό του ασθενή. Απομακρύνθηκε από το χώρο εξέτασης, συμμετέχοντας αναγκαστικά στο παιχνίδι του προσφυγόπουλου.
Έχασε το παιχνίδι, καθώς και τη γη κάτω από τα πόδια του. Το παιδί ήταν άφαντο, αντίθετα με τους υπόλοιπους πρόσφυγες, οι οποίοι βρίσκονταν στοιβαγμένοι σε ένα παλιό φορτηγό. Έδρασε ενστικτωδώς, ξεχνώντας τις συνειδησιακές του αναστολές, και πήδηξε μέσα στο φορτηγό τη στιγμή που αυτό ξεκινούσε την πορεία του προς το άγνωστο. Κανείς δεν του έδωσε σημασία, κανείς δε γύρισε καν να τον κοιτάξει. Φαίνονταν όλοι χαμένοι στις σκέψεις τους, σκέψεις που δεν τολμούσε να φανταστεί, πόσο μάλλον να μοιραστεί. Ήταν πρόθυμος, βέβαια, να μοιραστεί τη μοίρα που τους περίμενε. Και κυρίως ήταν πεπεισμένος πως θα ανακάλυπτε την αλήθεια και θα τους βοηθούσε.
«Νόμισες πως μόνος σου θα έκανες τη διαφορά; Λυπάμαι που ένας νέος σαν εσένα βρίσκεται εδώ, ωστόσο οι εντολές μου είναι σαφείς.».
Αλλά πώς να τους σώσει από μία τέτοια κόλαση; Διότι μόνο με κόλαση μπορούσε να παρομοιαστεί το τοπίο που αντίκρισε. Είχε νυχτώσει, οπότε η οπτική του αντίληψη βασιζόταν στο τεχνητό φως των προβολέων. Άραγε το φως της ημέρας θα αποκάλυπτε περισσότερες θηριωδίες; Άνθρωποι καχεκτικοί, γεμάτοι αιματώματα και εκδορές, άνθρωποι σκυφτοί και σκυθρωποί, υποδουλωμένοι, εξαθλιωμένοι. Άνθρωποι με πρόσωπα αλλοιωμένα από τα βασανιστήρια, σαν το επιθήλιο του οισοφαγικού βλεννογόνου που υφίσταται τις επιπτώσεις της γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης. Άνθρωποι. Τους υπολόγιζε κανείς ως τέτοιους;
Και οι πρωινές ηλιαχτίδες όντως αποκάλυψαν το ευρύτερο φάσμα τούτου του εγκλήματος. Αμέτρητα ορυχεία, στα οποία εργάζονταν έφηβοι και παραδόξως μικρόσωμοι ενήλικες. Μα το παράδοξο έπαψε να είναι παράδοξο, αφού άρθηκε το μυστήριο που το κάλυπτε. Εκτός από τις εισόδους των ορυχείων, εντόπισε δεκάδες κλουβιά, στα οποία βρίσκονταν εγκλωβισμένα μικρά παιδιά. Η αυθόρμητη σκέψη που ξεπήδησε από τα πιο σκοτεινά βάθη του μυαλού του τον συγκλόνισε, προκαλώντας αλυσιδωτές χημικές αντιδράσεις στον οργανισμό του, αντιδράσεις με ένα κοινό αποτέλεσμα, τη βία. Αισθάνθηκε την ανάγκη να υποκύψει σε αυτήν και να τη διοχετεύσει με κάθε τρόπο εναντίον των υπεύθυνων αυτής της κατάφορης καταπάτησης κάθε ανθρώπινου δικαιώματος και αξιοπρέπειας.
Συγκρατήθηκε. Η διαπαιδαγώγησή του δεν του επέτρεψε να προβεί στην εύκολη μα ταυτόχρονα καταδικαστική για τον ίδιο πράξη. Παραμένοντας κρυμμένος κατέγραψε με το κινητό του τις σκηνές που προς στιγμήν φοβήθηκε πως δε θα καταγράφονταν εξαιτίας της αποτρόπαιης φύσης τους. Όπως και να είχε, μόνο ένας αυτόπτης μάρτυρας θα μπορούσε να πιστέψει όλα όσα εκτυλίσσονταν γύρω του.
«Περίμενες να τους αφυπνίσεις, να τους κινητοποιήσεις. Διαπίστωσες, βέβαια, πως τα μέσα ενημέρωσης συνιστούν αναπόσπαστο μέρος της διαπλοκής. Όλο αυτό το οικοδόμημα δε θα μπορούσε να διατηρηθεί για τόσες δεκαετίες χωρίς τη συμβολή τους.». Ο στρατιωτικός του θεωρητικά ανύπαρκτου στρατού της Πολιτείας συνέχιζε να τον περιπαίζει στο θάλαμο αναμονής της Περσεφόνης. Ο Ερμής είχε βρεθεί εκεί μέσω τυπικών διαδικασιών, χωρίς να προηγηθεί δίκη, χωρίς να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματά του. Παρέμενε φιμωμένος περιμένοντας την καταδίκη του, η οποία ήταν προϊόν μιας απολυταρχικής ολιγαρχίας. Καμία δημοκρατία για τους ανίσχυρους, καμία δημοκρατία για όσους προσπαθούσαν να τους υπερασπιστούν.
«Πάντως είσαι άξιος συγχαρητηρίων μικρέ. Εισέβαλες στην κόλαση, πέρασες απαρατήρητος και διέφυγες αλώβητος. Οποιοσδήποτε άλλος στη θέση σου θα εκτιμούσε την τύχη του και θα σιωπούσε. Προφανώς δεν άντεξες στη σκέψη πως μικρά παιδιά βασανίζονται με αυτόν τον τρόπο, πως η ίδια τους η σωματική ανάπτυξη καταστέλλεται για τις ανάγκες της δουλειάς τους. Αλλά τι περίμενες; Νομίζεις πως υπάρχει άλλη χώρα σαν τη δική μας, που να προσφέρει τόσα προνόμια στους πολίτες της; Νομίζεις πως μπορεί να δημιουργηθεί μία οικονομία τόσο ισχυρή χωρίς να αδικήσει, χωρίς να βασανίσει και χωρίς να αποστραγγίξει ανθρώπινο αίμα; Παντού στον κόσμο υφίστανται κοινωνικές ανισότητες, απλά εμείς επιλέξαμε να εθελοτυφλούμε σε μεγαλύτερο βαθμό. Αυτό έπρεπε να κάνεις κι εσύ.».
Μπορεί το στόμα του να ήταν φιμωμένο, όμως η σκέψη του θα παρέμενε ελεύθερη μέχρι την τελευταία στιγμή, δηλαδή μέχρι να υποκύψει στη δράση της γενικής αναισθησίας. Αισθανόταν οργή, αποστροφή για την κοινωνία του, φόβο για τον επερχόμενο θάνατό του. Πάνω απ’ όλα, ωστόσο, αισθανόταν περήφανος και πιστός στις αξίες και τα ιδανικά του. Ανάμεσα στην πολυτελή ζωή εις βάρος όλων αυτών των προσφύγων – όχι, όλων αυτών των ανθρώπων – και έναν έντιμο θάνατο, σίγουρα προτιμούσε το θάνατο.
Έτσι, λοιπόν, γενική αναισθησία. Καρδιά, πνεύμονες, ήπαρ, νεφροί, πάγκρεας, κερατοειδής χιτώνας των οφθαλμών, μοσχεύματα για τη σωτηρία του πολυτιμότερου αγαθού, της ζωής. Σωτηρία μόνο για εκείνους που διέθεταν την οικονομική άνεση για να τη χρηματοδοτήσουν. Η τελευταία του σκέψη τον συνόδευσε στα τελευταία του όνειρα. «Ελπίζω κάποιο από τα όργανά μου να σώσει τη ζωή ενός ανθρώπου που θα ολοκληρώσει αυτό που ξεκίνησα. Ξέρω πως θα είναι η καρδιά μου. Φίλη μου, φίλε μου, όποιος και αν είσαι, όποια και αν είσαι, αξιοποίησε και σεβάσου τη ζωή, λάβε και μετάδωσε το μήνυμά μου. Ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη. Ανθρωπιά.».