«Πόσο αρέσκεται ο χρόνος να παίζει με τις ζωές μας… Μα τι λέω, θαρρείς και ο χρόνος έχει ταυτότητα ή πρόσωπο. Τα πάντα στο μικρό μας το μυαλό λαμβάνουν νόημα και υπόσταση, μα τίποτα δεν είναι έτσι όπως θέλουμε να πιστεύουμε. Κανείς δεν παίζει με τις ζωές μας, κανείς δεν ενδιαφέρεται για τις κινήσεις μας και τις αποφάσεις μας. Τούτη η ψευδαίσθηση πως το σύμπαν συνωμοτεί είτε υπέρ μας είτε εναντίον μας μάς θωρακίζει απέναντι στα προβλήματά μας. Για καθετί στραβό κατηγορούμε έναν αόρατο υπαίτιο, σε κάθε δύσκολη στιγμή αναζητούμε ένα φανταστικό αποκούμπι, κάποιον από μηχανής θεό.
Κάποτε κι εγώ σκεφτόμουν έτσι. Θα έλεγε κανείς πως ήμουν ρομαντικός, ίσως και ονειροπαρμένος. Έψαχνα παντού κάποιο βαθύτερο νόημα, μία πραγματικότητα χωρίς κανόνες και χωρίς τους περιορισμούς που επιβάλλει η λογική. Ίσως δικαιολογούμουν, έχοντας βιώσει την ανάγκη να ξεφύγω από τα βάσανά μου και να βρω έναν αόρατο σύμμαχο στο σκληρό κόσμο. Θα αναρωτιέσαι γιατί σου τα λέω όλα αυτά. Όχι, δεν πρόκειται για φιλοσοφικό παραλήρημα, ούτε έχω χάσει τα λογικά μου. Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή…».
Θυμόταν το χώρο με κάθε λεπτομέρεια. Είχαν περάσει είκοσι χρόνια, πολλά είχαν αλλάξει γύρω του και μέσα του, όμως με κάποιον ανεξήγητο τρόπο η αίσθηση που καταγραφόταν στη συνείδησή του παρέμενε η ίδια. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως δε θα επέστρεφε. Τότε δεν ήταν παρά ένα αφελές και απερίσκεπτο παιδί που μόλις είχε διαβεί το κατώφλι της εφηβείας. Οι ορμόνες του φύλου του είχαν αρχίσει να δηλώνουν ρητά την παρουσία τους και το αποτέλεσμα έτεινε προς δυσάρεστες κατευθύνσεις, λαμβάνοντας τις εκφάνσεις ολόκληρου του φάσματος της βίας. «Είναι μόνο ένα παιδί…» δήλωναν καθησυχαστικά συγγενείς και δάσκαλοι. Μόνο που έπαψε πρόωρα να είναι παιδί, έτσι όπως έπαψε να κατοικεί σ’ αυτό το σπίτι.
Αυτό που δε σταμάτησε ποτέ ήταν η ροπή του προς τη βία. Είχε συμφιλιωθεί με την ύπαρξή της, καθώς και με τον αντίκτυπό της στον ψυχισμό του. Κάθε έμβιο ον χαρακτηρίζεται από βίαιες τάσεις. Πρόκειται για το ίδιο το ένστικτο της επιβίωσης και το δικό του είχε ενεργοποιηθεί πρόωρα σε μεγαλύτερο βαθμό του αναμενόμενου. Αυτό που άλλαξε με την πάροδο των χρόνων ήταν η ικανότητά του να διαχειρίζεται τα πηγαία του ένστικτα. Ωριμάζοντας έμαθε να διοχετεύει κάθε αρνητικό συναίσθημα σε θετικές πράξεις. Αυτή η δημιουργικότητα ήταν που τον καταξίωσε ως καλλιτέχνη. Πολλές φορές, βέβαια, είχε κατηγορηθεί από κριτικούς για τη σκοτεινή και ενίοτε διαστροφική φύση των έργων του, ωστόσο το κοινό δεν έπαυε ποτέ να τον δικαιώνει.
«Ξέρεις τι απεικόνιζε ο πρώτος πίνακας που πούλησα; Την εξωτερική όψη αυτού του σπιτιού, του πατρικού μου. Όταν ζωγραφίζω συνηθίζω να κλείνω τα μάτια και να παραδίδω τον έλεγχο στην ψυχή μου. Αυτή ξέρει καλύτερα τι σχέδια να χαράξει και ποια χρώματα να χρησιμοποιήσει. Ίσως γι’ αυτό τα έργα μου είναι τόσο ειλικρινή και τόσο αυθεντικά. Και σίγουρα γι’ αυτό είναι όλα τόσο μουντά και τόσο άγρια συνάμα. Εδώ ξεκίνησαν όλα. Εδώ βρίσκεται η πηγή των χρωμάτων μου. Τραγική ειρωνεία, έτσι; Το κολαστήριο που κομμάτιασε την ψυχή μου γέννησε ταυτόχρονα την έμπνευση και τις καλλιτεχνικές μου ανησυχίες.».
Σάρωσε με το βλέμμα του τον περιβάλλοντα χώρο. Δεν είχε ζωγραφίσει ποτέ του το εσωτερικό του σπιτιού. Ίσως να μην άντεχαν τα μάτια των κοινών θνητών απέναντι στο θέαμα που θα παρήγαγε η θρυμματισμένη του συνείδηση βασισμένη στις αναμνήσεις από τούτο το σαλόνι. Εκεί στο βάθος δέσποζε ακόμα η μεγάλη βιβλιοθήκη. Πολλά από τα βιβλία της είχαν εκσφενδονισθεί κάποτε εναντίον του, συνήθως τα πιο βαριά. Ώσπου οι ρόλοι αντιστράφηκαν και το θύμα έγινε ο θύτης, με περίσσια όρεξη να πάρει το αίμα του πίσω. Αυτό δε συμβαίνει συνήθως; Δεν υπάρχει πιο ανήθικος και επιρρεπής στην ασυδοσία άνθρωπος από αυτόν που αποκτά ξαφνικά δύναμη, ενώ ανέκαθεν βρισκόταν στη θέση του ανίσχυρου.
Την είχε βιώσει με τον πιο βασανιστικό τρόπο τη συγκεκριμένη θέση. Το μοτίβο του αίματος που είχε βάψει τον τοίχο απέναντι από το παράθυρο είχε αποτυπωθεί υποσυνείδητα σε έναν από τους πιο πετυχημένους του πίνακες. Οι αντιθέσεις των χρωμάτων είχαν αντικαταστήσει την ταραχή με γαλήνη, δείχνοντάς του για πρώτη φορά το δρόμο προς τη συμφιλίωση με τα φαντάσματα του παρελθόντος. Από τότε κάθε έργο του εξάγνιζε και ένα μικρό κομμάτι της συνείδησής του. Ένωνε τα θραύσματα μεταξύ τους, απομακρύνοντας τις τοξικές ουσίες που είχαν προκαλέσει εξαρχής τη ρήξη.
Πάντως τοξικές ήταν οι σκέψεις που γέννησαν τα επόμενα λόγια του. «Δε σου κρύβω πως αν κρατούσα ένα πιστόλι στα χέρια μου, δε θα δίσταζα να τραβήξω τη σκανδάλη. Μάλιστα πιστεύω ακράδαντα πως όλοι μας είμαστε ικανοί να τραβήξουμε τη σκανδάλη υπό τις κατάλληλες συνθήκες, ή μάλλον τις πλέον ακατάλληλες. Αρκεί να έχουμε απέναντί μας κάποιον που μισούμε με όλη μας τη δύναμη. Ζηλεύω όσους δεν μπορούν να σκεφτούν κάποιο πρόσωπο που θα σημάδευαν με το δικό τους όπλο. Ευτυχώς τα πυρομαχικά μου περιορίζονταν πάντα στα χρώματα και τα πινέλα μου. Κάπως έτσι κατάφερα να γλιτώσω τη φυλακή.» είπε και γέλασε αμήχανα.
Συνέχισε να περιπλανιέται στο πατρικό του. Έφτασαν στην κουζίνα. Αν είχαν απομείνει μερικές ευχάριστες αναμνήσεις στο μυαλό του, από εκείνες τις ελάχιστες που διατηρούσαν αναμμένο το λιγοστό τρεμάμενο φως μέσα στο σκοτάδι του, τότε σίγουρα είχαν εκτυλιχτεί σε αυτόν το χώρο. Βέβαια, ήταν ακόμα μικρό παιδί, όχι περισσότερο από οχτώ ετών. Τα πλούσια οικογενειακά τραπεζώματα και, κυρίως, τα κυριακάτικα, στα οποία συγκεντρώνονταν όλοι οι συγγενείς του και του έφερναν γλυκά, είχαν τερματιστεί ξαφνικά με τον πιο βίαιο τρόπο. Προτίμησε να εστιάσει τη μνήμη του στα φρέσκα αφράτα τσουρέκια και τα αγαπημένα του σιροπιαστά στην προσπάθειά του να αγνοήσει τη μαύρη Κυριακή. Πάντα λάτρευε τα γλυκά, περισσότερο και από το κυρίως γεύμα. Θα μπορούσε, μάλιστα, να τρέφεται μόνο με αυτά.
Την ίδια επιθυμία είχε εκφράσει εκείνη τη μέρα και στη μητέρα του, κάνοντάς τη να γελάσει για τελευταία φορά στη ζωή της. Τελικά η προσπάθειά του να μην περιπλανηθεί στη συγκεκριμένη ανάμνηση έπεσε στο κενό. Δεν είχε διηγηθεί σε κανέναν την εμπειρία του, ούτε καν στον εαυτό του. Ίσως ήταν καιρός να το κάνει. Κάθισε στην ίδια καρέκλα που καθόταν και εκείνη τη μακρινή Κυριακή. Ένιωσε πως ο χρόνος συμπιέστηκε, με το μεσοδιάστημα σχεδόν να εκμηδενίζεται. Η πνευματική του χρονική σκουληκότρυπα επανέφερε τα συναισθήματά του σε όλη τους την ένταση και με απόλυτη ακρίβεια. Μερικά δάκρυα εκλύθηκαν και κύλησαν στο ωχρό πρόσωπό του ως αποτέλεσμα της βιοχημικής αντίδρασης που πυροδοτήθηκε.
«Καθόμασταν όλοι γύρω από αυτό το τραπέζι. Τα αστεία και τα γέλια μας γέμιζαν ολόκληρο το σπίτι, προσδίδοντάς του μία αίσθηση αντιδιαμετρική της τωρινής. Η μητέρα μου μας σερβίριζε περιχαρής και γεμάτη ζωντάνια, εμείς καταβροχθίζαμε τα γαστρονομικά αριστουργήματά της και η μουσική ίσα που ακουγόταν. Ήταν λες και είχε συγχρονιστεί με τις ομιλίες, γεμίζοντας τα ελάχιστα κενά και συνοδεύοντας αρμονικά τις παλλόμενες φωνητικές χορδές. Κάποια στιγμή ο πατέρας αποφάσισε πως ήθελε να καπνίσει. Καταστροφική συνήθεια, ανούσια και βλακώδης. Πάντα τον κατηγορούσα που κάπνιζε μέσα στο σπίτι, μπροστά μας. Άλλωστε, το παθητικό κάπνισμα είναι το ίδιο βλαβερό με το ενεργητικό. Η μητέρα μας προσφέρθηκε να του αγοράσει τσιγάρα από το ψιλικατζίδικο στην άλλη πλευρά του δρόμου. Στον ίδιο χώρο λειτουργεί πλέον φαρμακείο απ’ ό, τι είδα.
Όσο με ενοχλούν οι καπνιστές που δε σέβονται τους συνανθρώπους τους, άλλο τόσο με ενοχλούν όσοι οδηγούν υπό την επήρεια αλκοόλ. Καταλαβαίνεις τι εννοώ, έτσι; Το φανάρι ήταν κόκκινο. Κόκκινο σαν εκείνο του τελευταίου μου πίνακα. Όχι μόνο δε φρέναρε, μα επιτάχυνε λες και το έντονο χρώμα λειτούργησε ερεθιστικά στον ανύπαρκτο εγκέφαλό του. Κανείς μας δεν πρόλαβε να αντιδράσει, ούτε καν να φωνάξει. Παρακολούθησα κάθε στιγμιότυπο και κάθε φορά που αναβίωνα την ανάμνηση ήταν λες και ο χρόνος κυλούσε και πιο αργά. Μέχρι που αποφάσισα να ρίξω μαύρο χρώμα στο συγκεκριμένο τμήμα του εγκεφαλικού μου φλοιού».
Η συνέχεια ήταν προδιαγεγραμμένη. Πένθος, θλίψη, οργή. Ποτέ κανείς δε βρήκε τον ανεύθυνο οδηγό, ούτε το μαύρο αυτοκίνητό του. Και έτσι η κακιά συνήθεια του καπνίσματος βρήκε συντροφιά στον οργανισμό του πατέρα του. Την καλύτερη, ή μάλλον τη χειρότερη που θα μπορούσε να βρει, το αλκοόλ. Καλύτερη για την πνευματική και σωματική παρακμή, χειρότερη για τον ίδιο τον πατέρα αλλά και για τα παιδιά του. Η μίξη οργής και θλίψης υποδαυλιζόταν από το ποτό και τα αποτελέσματα συνεχώς κλιμακώνονταν. Όταν πίνεις χωρίς μέτρο και έλεγχο παύεις να είσαι λειτουργικός. Κι όταν παύεις να είσαι λειτουργικός χάνεις τις διεξόδους σου, κλείνεσαι στον εαυτό σου και δεν μπορείς να διοχετεύσεις δημιουργικά στο περιβάλλον σου ό, τι σε απασχολεί και βαραίνει τη συνείδησή σου.
Το τελικό αποτέλεσμα όλου αυτού του καθεστώτος; Η βία. Βία σωματική, βία ψυχολογική, βία υποσυνείδητη. Δηλαδή, ακόμα κι όταν δεν ξεσπούσε πάνω τους δεν έπαυε να είναι καυστικός και αγενής. Τα πρώτα χρόνια ο Ερμής δεν είχε καταφέρει να αντισταθεί. Αρκετά από τα τραύματα εκείνης της εποχής τα κουβαλούσε ακόμα το κορμί του. Δε θα ξεθώριαζαν ποτέ, ούτε και εκείνα του μυαλού του. Παρ’ όλα αυτά, είχε λυτρωθεί χάρη στην τέχνη και μάλιστα με τον πιο υγιή τρόπο. Είχε συμφιλιωθεί με τις πληγές του και ένιωθε περήφανος που είχε επιβιώσει υπό το βάρος τους.
«Αρκετά μείναμε εδώ. Πάμε στο δωμάτιό μου.». Δυστυχώς δεν είχε προλάβει να εκστομίσει τη συγκεκριμένη κουβέντα σε καμία από τις ερωτικές συντρόφους που γνώρισε μετά την εφηβεία του, για τον απλό λόγο πως είχε αποδράσει από αυτό το δωμάτιο στα δεκατρία του. Ένιωσε ένα σκίρτημα στην καρδιά του ανεβαίνοντας τις ξύλινες σκάλες, οι οποίες έτριζαν με τον ίδιο τρόπο και στα ίδια ακριβώς σημεία. Τα κάδρα που ήταν κρεμασμένα στον τοίχο δεξιά του ήταν όλα στη θέση τους, όλα εκτός από ένα. Φοβήθηκε να φανταστεί την αιτία της απουσίας του. Διάφορα δυσάρεστα σενάρια βομβάρδισαν το μυαλό του, οπότε επέλεξε να κρυφτεί στο κρησφύγετό του, την τέχνη. Εκεί που θα έπρεπε να βρεθούν οι απώλειες του πολέμου, βρέθηκαν τα χρώματα της συνείδησής του, τα χρώματα του χρόνου που είχε μεσολαβήσει από την απόδρασή του.
Αντίθετα με τους υπόλοιπους χώρους του πατρικού του σπιτιού, το δωμάτιό του βρισκόταν σε τραγική κατάσταση. Ήταν σαφώς παραμελημένο. Σκόνη παντού, ιστοί αραχνών στις γωνίες της οροφής, παλιά προσωπικά του αντικείμενα διασκορπισμένα στο ξύλινο δάπεδο. Στάθηκε καταμεσής, στην ευθεία του παραθύρου που είχε λειτουργήσει ως πύλη εξόδου από την προσωπική του κόλαση. Ξαφνικά διάφορες σκηνές άρχισαν να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια του. Η μητέρα του να τον ξυπνά το πρωί για να φύγει για το σχολείο, τα δύο μικρά αδέλφια του να τον πειράζουν με όλη την παιδική τους αθωότητα και να μην του επιτρέπουν να συγκεντρωθεί στη μελέτη του και, έπειτα, το χάος. Το χάος του πατέρα τους, τα ξεσπάσματα οργής του, τα σπασμένα παιχνίδια και τα δάκρυα πόνου και απόγνωσης. Δάκρυα κυρίως δικά του, αφού δεχόταν τα περισσότερα χτυπήματα, έτσι ώστε τα αδέρφια του να υποστούν το μικρότερο δυνατό κόστος.
«Είσαι καλά;». Προφανώς το πρόσωπό του μαρτυρούσε την εσωτερική διαμάχη του, αυτήν ανάμεσα σε όμορφες και δυσάρεστες αναμνήσεις. Όσο προσπαθούσε να αγκιστρωθεί στις πρώτες, άλλο τόσο επέμεναν εκείνες που τον στοίχειωναν. Μπορεί χάρη στην τέχνη του να είχε αποδεχτεί το παρελθόν του, ωστόσο το τελευταίο και καθοριστικό βήμα μονάχα από κοντά μπορούσε να το πραγματοποιήσει. Αυτός ήταν και ο λόγος της επιστροφής του στο πατρικό του σπίτι. Αν ήθελε να δημιουργήσει τον δικό του οικογενειακό παράδεισο, όφειλε να επιστρέψει στην κόλαση και να κοιτάξει τον προσωπικό του κέρβερο κατάματα, εξημερώνοντάς τον και παίρνοντάς τον με το μέρος του.
«Με σένα δίπλα μου πάντα θα είμαι καλά. Ξέρεις κάτι; Ας ζήσουμε σε αυτό το σπίτι. Όση ώρα βρισκόμαστε εδώ συνειδητοποιώ πως εκτός από τραγικές στιγμές έχω ζήσει και μερικές από τις πιο ευτυχισμένες της ζωής μου. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα σπίτι, ένα άψυχο κτίσμα. Εμείς επιλέγουμε πώς θα ζήσουμε και πώς θα νιώσουμε μέσα σε αυτό. Επιλέγω, λοιπόν, να επαναφέρω την οικογενειακή θαλπωρή και την ευτυχία. Εδώ θα γεννηθεί το παιδί μας, εδώ θα μεγαλώσει, εδώ θα γεννηθούν και τα επόμενα.». Τα είχε καταφέρει. Εκεί που προηγουμένως έβλεπε σκόνη και ιστούς του παρελθόντος, πλέον αντίκριζε πιθανούς χώρους για το βρεφικό κρεβατάκι που σύντομα θα χρειάζονταν, τοίχους βαμμένους σε πιο εύθυμα χρώματα, παιχνίδια σαν εκείνα που του δώριζαν οι γονείς του όταν ήταν παιδί.
Η γυναίκα που σε λίγους μήνες θα γεννούσε το δικό τους παιδί χαμογέλασε και έπιασε το δεξί του χέρι στοργικά. Ίσως η μητρική στοργή είχε ήδη γεννηθεί μέσα της. «Μου αρέσει πολύ αυτό το σπίτι. Θα χαρώ να δημιουργήσουμε εδώ την οικογένειά μας.» είπε και τον αγκάλιασε. Έμειναν έτσι για λίγο, παγωμένοι στο χρόνο, ηθελημένα εγκλωβισμένοι σε μια δική τους διάσταση, αυτήν της αγάπης τους. Όταν πια επέστρεψαν στο παρόν, τα δάκρυά του δεν ήταν δάκρυα λύπης, αλλά χαράς και συγκίνησης. Είχαν πολλά να κάνουν. Μπορεί το πατρικό του να διατηρούταν σε αξιοπρεπή κατάσταση, ωστόσο απαιτούνταν αρκετές παρεμβάσεις και βελτιώσεις για να γίνει ξανά κατοικήσιμο, πόσο μάλλον για μια οικογένεια με ένα νεογέννητο μωρό. Δεν ανησυχούσε. Μαζί της θα κατάφερνε τα πάντα.
– Κύριε; Τι γυρεύετε εδώ;
Η άγνωστη αντρική φωνή τράβηξε απότομα το βλέμμα του από το γλυκό και αλαβάστρινο πρόσωπό της. Γύρισε προς το μέρος του αδιάκριτου εισβολέα έτοιμος να τον επιπλήξει, ίσως ακόμα και να τον κυνηγήσει αν κρινόταν απαραίτητο. Ποιος νόμιζε ότι είναι; Είχε παραβιάσει την παιδική του κατοικία και τολμούσε να ζητήσει και το λόγο της παρουσίας του σε αυτήν;
– Την ίδια ερώτηση θα έπρεπε να θέσω εγώ σ’ εσένα!
Καθώς τον πλησίασε αποφασιστικά, ίσως και λίγο απειλητικά, μελέτησε το παρουσιαστικό του. Ήταν ένας σχετικά ψηλός άντρας, περίπου δηλαδή αντίστοιχου αναστήματος με το δικό του, γύρω στα σαράντα χρόνια της ηλικίας του, καλοχτενισμένος, φρεσκοξυρισμένος και κουστουμαρισμένος. Προφανώς δεν επρόκειτο για κάποιον κοινό διαρρήκτη, γεγονός που ενέτεινε την απορία και την έκπληξή του.
– Βρίσκομαι εδώ κατόπιν εντολής του πελάτη μου και ιδιοκτήτη αυτού του σπιτιού. Μπορώ να ρωτήσω ποιος είστε εσείς;
– Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού.
– Επιτρέψτε μου να διαφωνήσω. Έχω δει ο ίδιος τους τίτλους κυριότητας της μονοκατοικίας.
Η κατάσταση είχε αρχίσει να ξεφεύγει από τα όρια της λογικής, ακόμα και της ψυχραιμίας του. Έσφιξε τις γροθιές του σε μια προσπάθεια να συγκρατήσει την αυθόρμητη οργή του απέναντι στην προσποιητή ευγένεια του συνομιλητή του. Δεν την ανεχόταν την υποκρισία στη ζωή του, ειδικά τέτοιου είδους ψεύτικα χαμόγελα που μόνο ύποπτες προθέσεις έκρυβαν κάτω από το πονηρό πέπλο της παρουσίας τους.
– Ποιο είναι το όνομα του πελάτη σας; Και για ποιον λόγο σας έστειλε εδώ;
– Αυτό το σπίτι ανήκει στον Γιώργο Μπέλλο, τουλάχιστον προς το παρόν. Μου ζήτησε να βρω υποψήφιους αγοραστές και μάλιστα περιμένω από στιγμή σε στιγμή ένα ζευγάρι που έδειξε ενδιαφέρον.
Οι αλλεπάλληλες αποκαλύψεις περισσότερο τον μπέρδεψαν παρά έλυσαν τις απορίες του. Γιατί θεωρούταν ο αδερφός του ιδιοκτήτης του πατρικού τους; Και, κυρίως, γιατί επιθυμούσε να πουλήσει το σπίτι;
– Επιτρέψτε μου να σας διορθώσω. Αυτή η μονοκατοικία ανήκει σε εμένα, τον Ερμή Μπέλλο, και τη σύζυγό μου Αφροδίτη.
Ταυτόχρονα γύρισε προς το μέρος της για να λάβει την υποστήριξή της. Από τη στιγμή της απρόσμενης εμφάνισης του μεσίτη η Αφροδίτη είχε παραμείνει σιωπηλή. Μόνο που πλέον ήταν και άφαντη. Δεν την είχε δει να αφήνει το χώρο του παιδικού του δωματίου και μάλιστα ο καλοντυμένος κύριος έφραζε την έξοδο.
– Τι συμβαίνει; Ποιον ψάχνετε;
– Κάτι δεν πάει καλά…
Ξαφνικά, εκεί που προηγουμένως έβλεπε τη σκόνη και τους ιστούς αράχνης, στα ίδια σημεία που φαντάστηκε τη μελλοντική κούνια του παιδιού του και τα παιχνίδια του, αντίκρισε το απόλυτο κενό. Ολόκληρο το δωμάτιο ήταν άδειο από έπιπλα, παλιά αντικείμενα, ακόμα και αναμνήσεις. Ένιωσε το μυαλό του να χάνεται, να στροβιλίζεται και να αναζητά εναγωνίως βοήθεια. Αισθάνθηκε όλο του το «είναι» να παρασύρεται σε μια χρονική θύελλα, σε μια καταιγίδα απροσδιόριστων σκέψεων και συναισθημάτων. Έκλεισε τα μάτια του σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ξεφύγει από τον ίλιγγο, γονάτισε υπό την απειλή απώλειας της ισορροπίας του, κι όλα αυτά ενώ ανέπνεε με ιδιαίτερη δυσκολία. Έψαξε για κάποιον φάρο, για μια πυξίδα μέσα στο χάος. Άκουσε μία φωνή να τον καλεί. Ήταν γνώριμη και καθησυχαστική, μα παραδόξως γερασμένη.
– Ερμή… Με ακούς; Είσαι καλά;
Ήταν η φωνή του Γιώργου. Προφανώς ο μεσίτης τον είχε καλέσει για να λύσει την παρεξήγηση. Άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε το πρόσωπο του αδερφού του. Τρόμαξε μέχρι να τον αναγνωρίσει. Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει, οι ρυτίδες στο πρόσωπό του είχαν πολλαπλασιαστεί, η άλλοτε αθλητική κορμοστασιά του είχε δώσει τη θέση της στην πλαδαρότητα ενός εξηντάρη. «Δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Σίγουρα πρόκειται για ψευδαίσθηση.». Μόνο που σταδιακά άρχισε να συνειδητοποιεί πως η μόνη ψευδαίσθηση ήταν η παρουσία του μεσίτη και προηγουμένως της Αφροδίτης. Η μόνη σταθερά ήταν το παιδικό του δωμάτιο. Εκεί βρισκόταν ξαπλωμένος, με τον Γιώργο να κάθεται πλάι στο προσκεφάλι του και να τον κοιτάζει με έντονη αγωνία χαραγμένη στα μεγάλα καστανά μάτια του.
– Τι μου συμβαίνει; Πού είναι η Αφροδίτη;
– Λυπάμαι αδερφέ μου… Πραγματικά λυπάμαι. Κάθε φορά που ξεχνάς είμαι αναγκασμένος να σου θυμίζω τις τραγικές εμπειρίες που έχει αποκλείσει το μυαλό σου.
Αυτήν τη φορά το ίδιο το μυαλό του γλίτωσε τον αδερφό του από τη δυσάρεστη θέση της υπενθύμισης των συγκεκριμένων γεγονότων. «Είχαμε όντως επισκεφτεί το πατρικό μου και ήταν όντως έγκυος. Όμως το παιδί μας δε γεννήθηκε ποτέ ζωντανό…» τον ενημέρωσε η ξεθωριασμένη φωνή ενός σχεδόν νεκρού παρελθόντος. Οι μήνες που ακολούθησαν δεν ήταν καθόλου εύκολοι για το ζευγάρι. Θυμήθηκε τον εαυτό του να αφοσιώνεται στη δουλειά του και την Αφροδίτη να τον κατηγορεί πως την παραμελούσε. Ώσπου η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο και η γυναίκα το έσκασε από το σπίτι τους, ακριβώς όπως το είχε σκάσει και ο ίδιος από το πατρικό του.
– Ο Χάρης; Είναι καλά;
– Θυμάσαι πως δεν έχετε και τις καλύτερες δυνατές σχέσεις, έτσι; Ακόμα και τώρα δεν μπορεί να ξεπεράσει το γεγονός πως μας παράτησες με τον πατέρα μας. Όμως εγώ σε δικαιολογώ. Εύχομαι να μην το είχες κάνει, μα ξέρω πως δεν άντεχες άλλο. Ξέρω πως υπέφερες τριπλά για όλους μας. Ο Χάρης ήταν ακόμα σε μια ηλικία που το μόνο που θυμάται και τον στιγμάτισε ήταν η φυγή σου.
Τα θυμόταν όλα καθαρά. Άραγε για πόσο ακόμα;
– Τελικά δεν πούλησες το πατρικό μας… Εγώ πούλησα ποτέ κάποιον πίνακα;
Παράλογη ερώτηση, άσκοπη. Τι σημασία είχε; Ο αδερφός του χαμογέλασε αμήχανα.
– Ήσουν πολύ καλός στη δουλειά σου, όλοι σου οι ασθενείς σε αγαπούσαν και σε σέβονταν. Μα αδερφέ μου, ζωγράφιζες απαίσια! Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε τι απεικόνιζαν οι πίνακές σου!
Απεικόνιζαν τη δυστυχία του, τον πόνο του, τα ανεκπλήρωτα όνειρά του. Σαν νευρολόγος είχε χαράξει μία αξιοπρεπή σταδιοδρομία, μα σαν σύντροφος, αδερφός, σαν άνθρωπος γενικότερα ένιωθε πως είχε αποτύχει. Και τι τραγική ειρωνεία… Να προσβληθεί από τη νόσο Alzheimer…
– Πόσο αρέσκεται ο χρόνος να παίζει με τις ζωές μας…
– Θα ορκιζόμουν πως πριν από λίγο σε άκουσα να παραμιλάς και να ισχυρίζεσαι πως ο χρόνος δεν έχει πρόσωπο και πως κανείς δεν ασχολείται με τις ζωές μας.
– Έχεις δίκιο, ακούγονται σαν δικά μου λόγια. Κανείς δεν ελέγχει τη μοίρα μας, τίποτα δεν είναι προαποφασισμένο ή αναπόφευκτο. Η ζωή είναι η συνισταμένη άπειρων πιθανοτήτων. Πολλές από αυτές εκπληρώνονται, άλλες όχι. Το θέμα είναι πώς χειριζόμαστε όσα μας συμβαίνουν. Συγγνώμη που σας άφησα τότε… Αν μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω, δε θα το ξανάκανα.
Κράτησε το γερασμένο χαμόγελο του αδερφού του ως τελευταία εικόνα και έκλεισε τα μάτια του. Ίσως έβλεπε ξανά κάποιο όνειρο, ίσως αναβίωνε ακόμα μία ανάμνηση. Ίσως, πάλι, ο χρόνος του τελείωνε. Τουλάχιστον ήξερε πού βρισκόταν. Αυτό πάντα θα το θυμόταν. «Είναι καιρός να ζωγραφίσω το εσωτερικό του πατρικού μας… Άραγε τι χρώματα να επιλέξω;».