Κεφάλαιο 1: Το πρώτο αίμα

Επιλογή θύματος. Το πρώτο βήμα ενός προμελετημένου φόνου. Σε αυτό δεν είχε δυσκολευτεί καθόλου. Άλλωστε, η δεξαμενή από την οποία αντλούσε τη λεία του ήταν συγκεκριμένη: άτομα που δεν άξιζαν να κυκλοφορούν ελεύθερα, με όλες τις προεκτάσεις που μπορεί να λάβει ο εν λόγω χαρακτηρισμός. Η πρώτη του επιλογή, λοιπόν, ήταν ένας βιαστής. Τζον Φάροου το όνομα αυτού.

  Επρόκειτο για εύκολο στόχο. Ο Τζον Φάροου, εκτός από βιαστής, ήταν και χρήστης διάφορων παραισθησιογόνων ουσιών, γεγονός που φανέρωνε την αδυναμία του χαρακτήρα του, αλλά και την έλλειψη πνευματικής διαύγειας. Τα εντάλματα εις βάρος του δεν ήταν λίγα, ούτε και οι αντίστοιχες συλλήψεις. Τελευταία φορά είχε αποφυλακιστεί πριν δύο μήνες, σε ηλικία εξήντα ετών. Το προχωρημένο της ηλικίας του τον έθετε ακόμα πιο ευάλωτο, σε συνδυασμό, ειδικά, με την άριστη φυσική κατάσταση του επίδοξου εκτελεστή του.

Βήμα δεύτερο. Παρακολούθηση. Προτού προβεί στην καθοριστική του κίνηση, όφειλε να παρατηρήσει το επικείμενο θύμα του, να καταγράψει τις συνήθειές του, την καθημερινότητά του, τα μέρη όπου σύχναζε και τις κοινωνικές του συναναστροφές. Ούτε αυτό ήταν δύσκολο στην περίπτωση του Τζον Φάροου, διότι πολύ απλά ο πρόσφατα αποφυλακισμένος βιαστής περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας του σε ένα τροχόσπιτο, πίνοντας και παρακολουθώντας τηλεόραση. Το βράδυ άφηνε την ασφάλεια της υποτυπώδους στέγης του και επισκεπτόταν τα μπαρ της περιοχής για να συνεχίσει να πίνει. «Αν δεν τον σκοτώσω εγώ θα πεθάνει από κίρρωση ήπατος.» ήταν η πρώτη του σκέψη βλέποντας τις αυτοκαταστροφικές τάσεις του θηράματός του.

Όμως ένα τέτοιο συμπέρασμα ήταν άσχετο με την αποστολή του. Το ουσιαστικό συμπέρασμα της ολιγοήμερης παρακολούθησης που είχε πραγματοποιήσει είχε να κάνει με τον τρόπο που θα απήγαγε τον Φάροου χωρίς να γίνει αντιληπτός από κανέναν. «Δεν έχει συγγενείς, φίλους ή οποιονδήποτε που να προσέξει την απουσία του. Ζει μόνος, σε τροχόσπιτο, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα. Σαν να με καλεί. Όλα φαίνονται ιδανικά.».

Το μόνο που έμενε ήταν να πάρει την κρίσιμη απόφαση, αφού είχε ετοιμάσει τα πάντα. Από την ηρεμιστική ένεση που θα χορηγούσε στο θύμα του για να το ναρκώσει, μέχρι και τον τόπο της εκτέλεσης. Όλα αυτά, όμως, δεν ήταν παρά ένα σχέδιο, το οποίο περίμενε να υλοποιηθεί. Το ήξερε ότι θα δίσταζε λίγο πριν το καθοριστικό βήμα. Δεν ήταν αυτή η φύση του, ο χαρακτήρας του. Όχι, δεν ήταν φονιάς. Παρ’ όλα αυτά, η ζωή τον είχε οδηγήσει σε αυτό το σημείο, αναγκάζοντάς τον να αλλάξει ριζικά τις προτεραιότητες και τους στόχους του. Είχε χάσει τα πάντα, είχε πονέσει, είχε στερηθεί την αγάπη και τη θαλπωρή της οικογένειάς του. Και για όλα αυτά ευθυνόταν ένας κατά συρροή δολοφόνος.

«Αυτός θα είναι το τελευταίο μου θύμα. Όμως για να φτάσω στα ίχνη του και να καταφέρω να εκδικηθώ, θα πρέπει να εξασκηθώ, καθώς και να τραβήξω την προσοχή του. Μόνο τότε θα τον βρω, ή μάλλον θα τον αναγκάσω να με βρει.». Αυτό ήταν σε γενικές γραμμές το σχέδιό του, αν και περιείχε και αρκετές επιμέρους λεπτομέρειες που προσέδιδαν τελείως διαφορετική χροιά στο δολοφονικό ένστικτο που είχε αφυπνιστεί τόσο αναπάντεχα μέσα του. Αυτό το ένστικτο ήταν που τον βοηθούσε να παραμείνει λειτουργικός, υπομένοντας τη βαριά του θλίψη και την ξαφνική απώλεια.

Την προηγούμενη ζωή του την είχε παρατήσει. Τη δουλειά του, τους φίλους του, τις ασχολίες που τον ικανοποιούσαν στο λιγοστό ελεύθερο χρόνο του, αλλά και κάθε όνειρο που έκανε για το μέλλον. Τα όνειρα ήταν πλέον κενά, αφού όλα τους περιείχαν τα αγαπημένα πρόσωπα που του είχε στερήσει ένας σχιζοφρενής και ανεξέλεγκτος εγκληματίας. Η ανικανότητα της αστυνομίας να τον εντοπίσει ήταν η τελευταία ώθηση στην ακραία του απόφαση, την επιλογή του να αλλάξει την ενάρετη και ηθική ζωή του με την παρανομία και την παραβίαση του ίδιου του δικαιώματος στη ζωή.

Άλλωστε, η δική του ζωή δεν τον ένοιαζε πλέον. Το μόνο που τον κρατούσε ζωντανό ήταν η πηγαία του επιθυμία, ή μάλλον ανάγκη, για αιματηρή εκδίκηση. Δε χρειαζόταν τίποτα περισσότερο από τις συγκεκριμένες σκέψεις όταν μπήκε στο αυτοκίνητό του, με προορισμό το τροχόσπιτο του Τζον Φάροου. Ναι, η κρίσιμη στιγμή της αλλαγής του είχε φτάσει. Έπρεπε να κάνει το πρώτο βήμα, έτσι ώστε να συνεχίσει ακάθεκτος και τελικά να βρεθεί αντιμέτωπος με τον ορκισμένο του εχθρό.

Η διαδρομή τού φάνηκε τελείως διαφορετική από κάθε άλλη φορά, προφανώς επειδή και η ψυχολογία του ήταν το ίδιο διαφορετική. Πλέον σκοπός του δεν ήταν απλά η παρακολούθηση. Ο νέος του στόχος ήταν κατά πολύ δυσκολότερος, όχι μόνο στην περάτωσή του, αλλά και στα συναισθήματα που τον συνόδευαν. Η άσφαλτος φάνταζε πιο σκοτεινή, και δεν ευθυνόταν η δύση του ήλιου γι’ αυτό. Τα όρια του δρόμου φαίνονταν στενότερα, οι κόκκινοι σηματοδότες γίνονταν γρηγορότερα πράσινοι στο μυαλό του, και οι πεζοί δεν είχαν πρόσωπα. Ένα πρόσωπο έβλεπε μπροστά του εκείνη τη στιγμή, εκείνο του πρώτου ανθρώπου που θα έχανε τη ζωή του εξαιτίας του.

Σύντομα βρέθηκε μπροστά στο τροχόσπιτο του Τζον Φάροου, γρηγορότερα από κάθε άλλη φορά, τουλάχιστον αυτήν την εντύπωση είχε, και έχοντας ξεχάσει τη διαδρομή που είχε καλύψει για να φτάσει στον προορισμό του. Πλέον στο μυαλό του κυριαρχούσε η σκέψη του φόνου που ετοιμαζόταν να διαπράξει. Το σχέδιο που είχε καταστρώσει ήταν αψεγάδιαστο, ακριβές και λεπτομερές. Σύμφωνα με τις σημειώσεις του, λοιπόν, ο ηλικιωμένος βιαστής θα άφηνε την ασφάλεια του καταλύματός του από στιγμή σε στιγμή.

Επομένως έπρεπε να βιαστεί. Φόρεσε τα χειρουργικά γάντια του, ετοίμασε τη δόση που θα βύθιζε σε νάρκη τον ανυποψίαστο εγκληματία, και βγήκε από το αυτοκίνητό του. Κατευθύνθηκε προς την πόρτα του τροχόσπιτου, έτσι ώστε να στήσει καρτέρι στο θήραμά του. Θα του χορηγούσε την ηρεμιστική ένεση αμέσως μόλις ο Τζον Φάροου έκανε το πρώτο του βήμα έξω από την τελευταία του κατοικία. Θα ήθελε πολύ ο αποφασισμένος εκτελεστής να γίνουν όλα έτσι όπως τα είχε σχεδιάσει. Μόνο που στη ζωή υφίσταται πάντα ο αστάθμητος παράγοντας, κι αυτό το ήξερε βιωματικά. Βέβαια, δε διέθετε σε καμία περίπτωση την απαιτούμενη εμπειρία και εξοικείωση με τη νέα του ιδιότητα ώστε να διαχειριστεί μία αναπάντεχη τροπή στα γεγονότα.

Έκπληκτος άκουσε πυροβολισμούς στο εσωτερικό του τροχόσπιτου. Μέτρησε τέσσερις μέσα στην ταραχή του. Έπειτα σιωπή. Μία σιωπή όμοια με την οποία δεν είχε ξανανιώσει, διότι επήλθε σιγή και στα συναισθήματά του. Ήταν ένα κενό που διαδόθηκε και στις σκέψεις του, αδρανοποιώντας το τμήμα εκείνο του εγκεφάλου που λαμβάνει τις αποφάσεις. Με λίγα λόγια, είχε παγώσει. Κάποιος τον είχε προλάβει. Κάποιος, ή ίσως ακόμα χειρότερα κάποιοι, είχαν σκοτώσει τον Τζον Φάροου λίγο πριν δράσει ο ίδιος. Επρόκειτο για τρομερή ατυχία, για τραγική σύμπτωση. Ή μήπως όχι;

Ίσως αν προλάβαινε να διαπράξει το δικό του φόνο, κάτι να πήγαινε στραβά. Ίσως γινόταν αντιληπτή η παρουσία του, με αποτέλεσμα να οδηγήσει την αστυνομία στα ίχνη του. Στηριζόμενος στο συγκεκριμένο αβάσιμο σκεπτικό, όφειλε να εκμεταλλευτεί το λιγοστό χρόνο που του απέμενε μέχρι να εμφανιστούν οι άλλοι φονιάδες, ώστε να διαφύγει. Άλλωστε, ήταν εντελώς άοπλος. Το μοναδικό του αμυντικό μέσο σε μια υποθετική σύγκρουση ήταν οι δύο ηρεμιστικές ενέσεις και η γνώση του στις πολεμικές τέχνες που κατείχε από παιδί και είχε ανανεώσει τους τελευταίους μήνες. Συνεπώς, δε θα είχε καμία τύχη εναντίον ενός, πόσο μάλλον περισσότερων οπλισμένων αντρών.

Επιτέλους η πνευματική του διαύγεια αποκαταστάθηκε, και έτσι μπόρεσε να ακούσει τη φωνή της λογικής ώστε να απομακρυνθεί. Λίγα βήματα πριν φτάσει στο όχημα διαφυγής του, όμως, μία βραχνή και βαριά φωνή τού έκοψε τη φόρα.

– Ποιος είσαι εσύ; Και τι γυρεύεις εδώ;

Αυτό ήταν. Είχε εγκλωβιστεί στο ίδιο του το σχέδιο. Προφανώς ο φονιάς του Τζον Φάροου είχε βγει από το τροχόσπιτο και τον είχε δει. Ευτυχώς ήταν μόνο ένας, εκτός κι αν οι υπόλοιποι είχαν παραμείνει στον τόπο του εγκλήματος για να εξαφανίσουν τα ίχνη τους και το πτώμα. Όπως και να είχε, ο άντρας που είχε φωνάξει δεν είχε εκδηλώσει κάποια επιθετική διάθεση, τουλάχιστον όχι ακόμα. «Πρέπει να το χειριστώ έξυπνα και διπλωματικά.» σκέφτηκε τη στιγμή που γύρισε προς το μέρος του κυνηγού που είχε προλάβει να αρπάξει τη λεία που και ο ίδιος είχε σημαδέψει. Επρόκειτο για έναν μεσήλικα μέτριου αναστήματος, με λευκά κατσαρά μαλλιά και μια εξίσου λευκή γενειάδα. Το πρόσωπό του ήταν κάθιδρο και χαραγμένο με απόγνωση, οργή και αγωνία.

– Είχα έρθει να πάρω πίσω τα δανεικά που μου χρωστούσε αυτό το κάθαρμα ο Φάροου. Μόλις άκουσα τους πυροβολισμούς σκέφτηκα πως ήταν πιο φρόνιμο να μην εμπλακώ.

Μία δικαιολογία που ίσως ήταν αρκετή για να κερδίσει τη συμπάθεια του δολοφόνου. Σκέφτηκε πως από τη στιγμή που είχε σκοτώσει τον Φάροου, προφανώς είχε ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί του. Επομένως, το καλύτερο ψέμα που σκέφτηκε ήταν αυτό που θα τον παρουσίαζε ως αντίπαλο του θύματος και άρα ως πιθανό σύμμαχο του θύτη. Μόνο που δεν είχε συνυπολογίσει το είδος του εγκληματία που ήταν ο νεκρός πια Τζον.

– Σου χρωστούσε χρήματα; Λυπάμαι που το λέω, αλλά δεν πρόκειται να σου τα επιστρέψει. Εκτός κι αν πας κι εσύ στην κόλαση. Η λέξη «κάθαρμα» που χρησιμοποίησες είναι ελάχιστη για να περιγράψει τη δική του κόλαση. Αυτό το τέρας βίασε την κόρη μου και κυκλοφορούσε ελεύθερο. Δεν μπορούσα να τον αφήσω ατιμώρητο! Και τώρα υπάρχει αυτόπτης μάρτυρας του φόνου που διέπραξα. Απ’ ό, τι φαίνεται, θα πρέπει να παραβιάσω για δεύτερη φορά τις αρχές μου.

Αυτά είπε και τον σημάδεψε στο κεφάλι. Ο οργισμένος πατέρας ήταν διατεθειμένος να σκοτώσει ακόμα και έναν αθώο πολίτη, μόνο και μόνο για να αποφύγει τις αυτονόητες επιπτώσεις του δρόμου που συνειδητά είχε επιλέξει. «Δεν περίμενα να τελειώσει πριν καν ξεκινήσει.» παραδέχτηκε στον εαυτό του ο επίδοξος δολοφόνος. Τελικά, αν είχε υποχωρήσει στους ενδοιασμούς του, θα είχε αποφύγει τη συγκεκριμένη συνάντηση. Πάντως, δε σκόπευε να χάσει τόσο άδοξα τη ζωή του. Άξιζε μια προσπάθεια για να μεταπείσει το συγχυσμένο άντρα.

– Περίμενε! Δε θέλεις να το κάνεις αυτό! Δεν κινδυνεύεις από εμένα! Για την ακρίβεια χαίρομαι που με έβγαλες από τη δύσκολη θέση να σκοτώσω με τα δικά μου χέρια αυτό το κτήνος. Ξέρω πού κρύβει τα χρήματά του, οπότε δε με πειράζει που είναι νεκρός. Θα σκοτώσεις έναν αθώο και θα επιβαρύνεις άδικα τη συνείδησή σου, αυτό θέλεις;

Βέβαια, ούτε χρήματα υπήρχαν, ούτε αθώος αισθανόταν, καθώς ετοιμαζόταν εδώ και καιρό να γίνει δολοφόνος. Το ένα ψέμα διαδεχόταν το άλλο, όμως αυτό ήταν το τελευταίο που τον ένοιαζε εκείνη την κρίσιμη στιγμή. Τα λόγια του φάνηκαν να έχουν κάποιο αποτέλεσμα, καθώς ο άντρας χαμήλωσε το όπλο του.

– Γιατί να σε εμπιστευτώ; Αυτά που έχω να χάσω είναι πολλά περισσότερα από μια βεβαρημένη συνείδηση.

Πήρε την απόφασή του. Ο φονιάς του Τζον Φάροου δεν είχε ηθικές αναστολές. Αν και δίσταζε, το πιθανότερο ήταν να τον σκοτώσει. Συνεπώς, μοναδική του επιλογή ήταν να προλάβει να σκοτώσει αυτός τον αντίπαλό του. Τα δεδομένα τον έθεταν σε μειονεκτική θέση, ωστόσο είχε το καθαρό μυαλό για να καταστρώσει τον αιφνιδιασμό του. Ως γιατρός, άλλωστε, ήξερε να ανταποκρίνεται κάτω από την πίεση του χρόνου και κυρίως την απειλή του θανάτου. Μόνο που τώρα διακυβευόταν η δική του ζωή.

– Όμως όπως σου είπα δεν κινδυνεύεις να χάσεις τίποτα από εμένα. Το αντίθετο μάλιστα. Για να μαντέψω, άφησες μέσα το πτώμα και σκοπεύεις να διαφύγεις χωρίς να καλύψεις τα ίχνη σου. Άλλοθι έχεις εξασφαλίσει;

Ο ασπρομάλλης άντρας φάνηκε μπερδεμένος. Χαμήλωσε κι άλλο το όπλο του, μα συνέχιζε να το κρατά σφιχτά στο δεξί του χέρι. Ο γιατρός δεν έχασε την ευκαιρία που του δόθηκε. Πλησίασε αργά το νέο του στόχο. Ναι, αυτό έπρεπε να κάνει. Να φτάσει σε απόσταση αναπνοής από το φονιά του Φάροου και να τον αφοπλίσει με μία μόνο κίνηση. Έπειτα θα του χορηγούσε την ηρεμιστική ένεση και θα τον μετέφερε στο μέρος που κανονικά περίμενε το νεκρό πια βιαστή. «Αναπροσαρμογή στόχου. Δεν είναι κάτι που δεν είχα μελετήσει κατά την προετοιμασία μου. Απλά δεν περίμενα να συμβεί από την πρώτη κιόλας αποστολή.».

– Μου λες ότι θα με βοηθήσεις να ξεφορτωθώ το πτώμα;

– Ακριβώς. Και μετά θα πάμε σε ένα μπαρ και θα πιούμε. Έτσι, θα σου προσφέρω και άλλοθι.

Όσο ο πατέρας του βιασμένου κοριτσιού μελετούσε την πρόταση του επίδοξου φονιά του, εκείνος τον πλησίαζε ύπουλα, με αργά και σταθερά βήματα. Τη στιγμή που στάθηκε μπροστά του, ο ασπρομάλλης άντρας ανακοίνωσε την απόφασή του.

– Πολύ καλά. Δέχομαι την πρότασή σου.

– Υπέροχα.

Κι ενώ έτεινε το χέρι του δήθεν για χειραψία, με το άλλο χτύπησε το μεσήλικα και πέταξε μακριά το όπλο του. Η αμέσως επόμενη κίνησή του τον έφερε πίσω από το θύμα του, με τα χέρια του τυλιγμένα γύρω από το λαιμό του. Η ηρεμιστική ένεση έστειλε για ύπνο το πρώτο θύμα του εκκολαπτόμενου κατά συρροή δολοφόνου. Τα είχε καταφέρει. Είχε αποφύγει έξυπνα το θάνατο, παίρνοντας ο ίδιος τον επιθυμητό ρόλο του θύτη.

Το πτώμα του Φάροου δεν τον ένοιαζε. Οποιαδήποτε επιτυχημένη αστυνομική έρευνα θα οδηγούσε στα ίχνη του μεσήλικα που μόλις είχε ναρκώσει. Η δική του παρουσία στον τόπο του εγκλήματος θα περνούσε εντελώς απαρατήρητη. Το μόνο που άλλαζε στα σχέδιά του ήταν η ταυτότητα του θύματος. Καλούταν, ασφαλώς, να μάθει ποιος ήταν ο άνθρωπος που θα εγκαινίαζε το χειρουργικό τραπέζι του θανάτου.

Σε αυτό το τραπέζι ήταν ξαπλωμένος και δεμένος ο φονιάς του Φάροου ούτε λίγο ούτε πολύ δύο ώρες αργότερα. Σύντομα θα ξυπνούσε, για να διαπιστώσει πως το τέλος του πλησίαζε. Κάθισε μπροστά στον «ασθενή» του και περίμενε αυτήν τη στιγμή. Είχε ετοιμαστεί να αντιμετωπίσει τον Τζον Φάροου, αλλά και ο άντρας που παραλίγο να τον σκοτώσει δε θα ήταν ιδιαίτερα ανταγωνιστικός συνομιλητής. Με άλλα λόγια, δε θα είχε κανένα πρόβλημα να τον κατηγορήσει για τις αναίσχυντες πράξεις του και ταυτόχρονα να ελαχιστοποιήσει τις τύψεις του, τις τύψεις που θα γεννιούνταν αυθόρμητα στη θέα του πρώτου αίματος.

Στο μεταξύ, είχε μάθει τα πάντα για το πρώτο του θύμα. Η ταυτότητα στο πορτοφόλι του ασθενή ήταν αρκετή για να τον οδηγήσει στα άδυτα του παρελθόντος του. Το όνομά του ήταν Τζον Γουάιτ, ήταν πενήντα πέντε ετών και γεννημένος στο Τέξας. Σύμφωνα με τα αρχεία της αστυνομίας – τα οποία ο πολυπράγμων χειρουργός μπορούσε να υποκλέψει εύκολα – ο Τζον Γουάιτ δεν ήταν υπόδειγμα Αμερικανού πολίτη. Είχε κατηγορηθεί για αρκετές μικροκλοπές, ακόμα και για ξυλοδαρμό. Σε καμία περίπτωση, βέβαια, δεν κάλυπτε τα κριτήρια για την πρωτότυπη δολοφονία που τον περίμενε. «Όχι μέχρι απόψε.» σκέφτηκε ο αιμοσταγής γιατρός.

Όσο για την πρωτοτυπία της δολοφονίας, οφειλόταν στο γεγονός ότι ουσιαστικά επρόκειτο για μία διαδικασία που στην κανονική της μορφή συνήθη στόχο είχε να σώζει ζωές, και όχι να τις αφαιρεί. Τον Τζον τον περίμενε μία εγχείρηση. Μόνο που δεν υπήρχε τίποτα να χειρουργηθεί, όπως τουλάχιστον είχαν δείξει η κλινική εξέταση και η γενική εξέταση αίματος που ήδη είχε διεξάγει ο έμπειρος γιατρός. «Αιματοκρίτης 46%, οριακά υψηλός και εξηγείται από το πακέτο τσιγάρων στην τσέπη του. Λευκά, αιμοπετάλια, αιμοσφαιρίνη, ταχύτητα καθίζησης ερυθρών, όλα φυσιολογικά. Επισκοπικά δε βλέπω κάτι παθολογικό. Η ακρόαση κοιλίας φανέρωσε φυσιολογικούς εντερικούς ήχους. Επικρουστικά και ψηλαφητικά όλα εξίσου φυσιολογικά.» ήταν οι πρώτες σκέψεις που είχαν προκύψει στο μυαλό του χειρουργού όσο ο ασθενής ήταν ακόμα αναίσθητος.

Υπήρχαν πολλοί νέοι επισκέπτες σε αυτό το μυαλό. Δίψα για εκδίκηση, συναισθηματική φόρτιση, αλλά και εντυπωσιακή λογική συνέπεια. Υπήρχε, ωστόσο, και κάτι άλλο, σκοτεινό και ανησυχητικό. Ο λόγος για το δολοφονικό ένστικτο που τόσο ξαφνικά είχε ξυπνήσει από το λήθαργο. Και το ότι όλα αυτά τα χρόνια βρισκόταν σε λήθαργο, δηλαδή προϋπήρχε, αρχικά τον είχε συγκλονίσει. «Είμαι από τη φύση μου δολοφόνος;» είχε αναρωτηθεί. Όμως έπειτα συνειδητοποίησε πως πρόκειται για ένα ένστικτο που χαρακτηρίζει κάθε ζωντανό οργανισμό στον αγώνα της επιβίωσης και της επικράτησης. Απλά οι ανθρώπινες κοινωνίες εκπολιτίστηκαν και διαφοροποιήθηκαν από εκείνες των υπόλοιπων ειδών του πλανήτη, έτσι ώστε να καταδικάσουν κάθε πράξη που εναντιώνεται στη ζωή, έστω στη θεωρία.

Ο άνθρωπος που σύντομα θα έχανε τη δική του ζωή επιτέλους άνοιξε τα μάτια του. Έντρομος κοίταξε ολόγυρα, ψάχνοντας ίσως για έναν φάρο ελπίδας στο ανατριχιαστικό χειρουργικό δωμάτιο. Σίγουρα τα χειρουργικά εργαλεία, το έντονο λευκό φως και η παρεξηγήσιμη καθαριότητα του χώρου συγκλόνισαν τον ανυποψίαστο άντρα, ο οποίος κειτόταν γυμνός στο χειρουργικό τραπέζι του επικείμενου θανάτου του. Η ταινία που κρατούσε σφραγισμένο το στόμα του και ακινητοποιημένα τα άκρα του προσέθετε την τελευταία πινελιά απόγνωσης. Το στόμα του, πάντως, δεν είχε σκοπό να το κρατήσει σφραγισμένο ο χειρουργός. Άλλωστε, ήθελε να συζητήσει με το θύμα του προτού ξεκινήσει να δουλεύει. Έπρεπε να συγκεντρώσει κάποιες απαραίτητες πληροφορίες για το έργο του.

– Πριν σου επιτρέψω να μιλήσεις, θα σου θέσω τις ερωτήσεις μου. Πάσχεις από κάποια ασθένεια, είσαι φορέας ή υπάρχει οικογενειακό ιστορικό ως προς οποιοδήποτε κληρονομικό νόσημα;

Αυτά είπε και τράβηξε τη μαύρη ταινία από το στόμα του ασθενή.

– Πού είμαι; Τι θέλεις από μένα;

Δε θύμωσε. Την περίμενε μία ανάλογη αντίδραση. Επομένως, αντέδρασε ψύχραιμα, ή μάλλον ψυχρά. Σφράγισε και πάλι το στόμα του Τζον Γουάιτ και προσδίδοντας απειλητικό τόνο στη φωνή του επανέλαβε τη διαταγή του.

– Θέλω να απαντήσεις στις ερωτήσεις που σου έθεσα. Κάνε το και θα έχεις ευτυχή κατάληξη.

Βέβαια, η ευτυχής κατάληξη που είχε στο μυαλό του ο παρανοϊκός χειρουργός δεν είχε καμία σχέση με την αντίστοιχη του Γουάιτ. Πάντως, η διφορούμενη υπόσχεση ήταν αρκετή για να καθησυχάσει τον ασθενή και να του επιτρέψει να σκεφτεί καθαρά. Όταν το στόμα του ήταν και πάλι ελεύθερο, είπε στο γιατρό ακριβώς αυτά που του είχαν ζητηθεί.

– Όχι, απ’ όσο ξέρω δεν πάσχω από κάποια ασθένεια, ούτε είμαι φορέας. Ο παππούς μου πέθανε από καρκίνο στον πνεύμονα…

«Καρκίνος. Δε με ενοχλεί. Αν υπάρχει κάτι παθολογικό θα το διαπιστώσω όταν κρατήσω τους πνεύμονές του στα χέρια μου.».

– Έτσι μπράβο. Τώρα πες μου, έχεις οικογένεια; Μου είπες ότι ο Φάροου βίασε την κόρη σου. Είναι ζωντανή; Έχεις κι άλλα παιδιά; Γυναίκα ίσως; Ή μήπως σε παράτησε επειδή την ξυλοφόρτωνες;

Παρόλο που βρισκόταν σε μειονεκτική θέση, ο Τζον Γουάιτ δε δίστασε να εκφράσει τα πραγματικά του συναισθήματα. Οργή, βία και επιθετικότητα. Αγνά ζωώδη ένστικτα, τα οποία διαποτίζουν κάθε απολίτιστο ον, καθώς και οποιονδήποτε φαινομενικά πολιτισμένο άνθρωπο, που στην πραγματικότητα στερείται της ευφυΐας και της πνευματικής ανωτερότητας που απαιτούνται για τον περιορισμό και τον έλεγχο τέτοιων πρωτόγονων τάσεων. Ένα σαρδόνιο χαμόγελο σχηματίστηκε στο κατά τα άλλα παγωμένο πρόσωπο του επίδοξου δολοφόνου. Μπορεί να ήταν έτοιμος να υποχωρήσει σε ένα ζωώδες ένστικτο, το δολοφονικό, ωστόσο διατηρούσε ακέραιη την πνευματική του διαύγεια και τη λογική συνέπεια των σκέψεών του.

– Πώς τολμάς κάθαρμα; Άφησέ με! Τι ζητάς από εμένα; Απάντησα στις ερωτήσεις σου! Απλά λύσε με!

Ακριβώς αυτή ήταν η διόλου συγκρατημένη αντίδραση στα προκλητικά λόγια του ανθρώπου που σύντομα θα του στερούσε τη ζωή. Ίσως είχε αρχίσει να το υποψιάζεται, να το φοβάται. Ίσως έβλεπε στα μάτια του γιατρού τη βαθιά του ανάγκη να ελέγξει τη ζωή και το θάνατο, να κρατήσει στα χέρια του την ανθρώπινη μοίρα, σαν ένας μικρός επίγειος θεός. Ακόμα, πάντως, κι αν δεν είχε διαπιστώσει τίποτα από αυτά, τα επόμενα λόγια του εκκολαπτόμενου δολοφόνου αποκάλυψαν όλη την αλήθεια.

– Η πραγματική μας φύση αποκαλύπτεται στις ακραίες καταστάσεις που βιώνουμε. Η δική σου φύση είναι αυτή ενός βίαιου ανθρώπου, χωρίς ηθικές αναστολές, που δε διστάζει ακόμα και να σκοτώσει προκειμένου να ικανοποιήσει το προσωπικό του όφελος. Μάθε, λοιπόν, το εξής: ατύχησες. Καθάρματα σαν εσένα μολύνουν την ανθρώπινη κοινωνία με την αισχρή παρουσία τους και μόνο. Σήμερα θα πεθάνεις Τζον Γουάιτ.

Τα είπε αυτά με εντυπωσιακή ψυχραιμία, που ούτε ο ίδιος περίμενε. Σαν να είχε εκφέρει τον ίδιο λόγο εκατοντάδες φορές στο παρελθόν. Μόνο που αυτή ήταν η πρώτη φορά. Ήταν η πρώτη φορά, και όμως αισθανόταν τόσο άνετα, το βίωνε τόσο φυσιολογικά, σαν κάτι σωστό, αναμενόμενο και καθημερινό. Για μια στιγμή τρομοκρατήθηκε, αλλά βρήκε αμέσως τον εαυτό του μόλις έπιασε το νυστέρι στο χέρι του. Αυτή ήταν η δουλειά του, εκεί εστιαζόταν το ταλέντο του. Ήταν ένας από τους πιο υποσχόμενους καρδιοχειρουργούς της εποχής του.

– Τι είναι αυτά που λες; Άφησε με! Άφησέ με σου λέω!

– Φοβάμαι πως αυτό δεν μπορώ να το κάνω. Αλλά μην ανησυχείς, δε θα πονέσεις καθόλου. Αν και θα ήθελα να σε δω να υποφέρεις, ο απώτερος σκοπός μου δε μου το επιτρέπει.

– Τι εννοείς; Ποιος είναι ο απώτερος σκοπός σου; Τι στο διάολο θέλεις από μένα;

Γέλασε ειρωνικά, σχεδόν παρανοϊκά. Είχε τον απόλυτο έλεγχο και αυτό τον βοηθούσε να μη σκέφτεσαι όλα όσα τον πονούσαν, όλα όσα τον είχαν διαβρώσει και τον είχαν οδηγήσει σε αυτό το δίχως επιστροφή σημείο. Σύντομα θα χυνόταν το πρώτο αίμα στο χειρουργικό τραπέζι του.

– Κοιμήσου Τζον Γουάιτ. Αναπαύσου αιώνια. Προσευχήσου, κιόλας, αν αυτό σε κάνει να νιώθεις καλύτερα.

– Περίμενε! Τι πας να κάνεις; Σταμάτα!

Δεν πρόλαβε να φωνάξει περισσότερο. Η αναισθησία που του είχε ετοιμάσει ο καρδιοχειρουργός τον βύθισε στον τελευταίο του ύπνο. Το πρόσωπό του έχασε την αγωνία, τον τρόμο και την απόγνωση. Οι μύες χαλάρωσαν, τα μάτια έκλεισαν. Δε θα άνοιγαν ξανά, παρά μόνο από το χέρι του γιατρού, ο οποίος έπιασε αμέσως δουλειά. Ήταν η πρώτη φορά που χειρουργούσε χωρίς την αγωνία αποτυχίας, χωρίς την απειλή του θανάτου. Χειρουργούσε για να υπηρετήσει το θάνατο, αλλά και για να εξασφαλίσει πόρους για τη διατήρηση της ζωής. Αυτό ήταν και το μόνο δύσκολο και λεπτό σημείο της όλης διαδικασίας.

Η εγχείρηση στέφτηκε από επιτυχία. Ο ασθενής απεβίωσε. Το άδειο του κορμί περίμενε πλέον να τεμαχιστεί και να τοποθετηθεί σε μαύρες σακούλες. Το πρώτο αίμα είχε χυθεί. Στη θέα και την οσμή του ο γιατρός ανακατεύτηκε, όπως την πρώτη φορά που είχε εισπνεύσει τη φορμόλη του νεκροτομείου, εκείνα τα μακρινά και ξέγνοιαστα φοιτητικά χρόνια. Σε αυτήν την περίπτωση, ωστόσο, η δυσάρεστη αίσθηση δεν οφειλόταν ούτε στην οσμή ούτε στην εικόνα του κατακόκκινου αίματος, αλλά στην ιδέα ότι ανήκε στον άνθρωπο που είχε πεθάνει εξαιτίας του. «Αν δεν τον σκότωνα εγώ, το πιθανότερο ήταν να με σκοτώσει εκείνος.» υπενθύμισε στο αδύναμο κομμάτι του εαυτού του, το επιρρεπές στις τύψεις.

Κι όμως, τον είχε πείσει να συνεργαστούν. Ο Τζον Γουάιτ είχε δεχτεί την πρότασή του. Τον είχε ξεγελάσει, και έπειτα του είχε στερήσει τη ζωή και την ευκαιρία να συναντήσει ξανά τα αγαπημένα του πρόσωπα. «Σταμάτα να σκέφτεσαι έτσι!» φώναξε μέσα στην παραζάλη των τύψεων. Τελικά αισθανόταν απαίσια. Είχε διαπράξει ένα κακούργημα, έναν προμελετημένο φόνο. «Το ανησυχητικό θα ήταν να μην αισθάνομαι απαίσια.» σκέφτηκε σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσει τη φρικαλεότητα των ενεργειών του. Επιπροσθέτως, ποιος του εγγυόταν ότι μετά τη λήξη της συνεργασίας που είχε αποδεχθεί ο κύριος Γουάιτ, δε θα επιχειρούσε να εξαφανίσει το μοναδικό μάρτυρα του φόνου που είχε διαπράξει εναντίον του συνονόματός του, Τζον Φάροου; Άλλωστε, είχε ήδη αποδείξει με τη συμπεριφορά του ότι δεν είχε ηθικούς φραγμούς, τηρώντας πιστά το ρητό «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».

Λαμβάνοντας υπόψη του όλες αυτές τις έγκυρες πληροφορίες, ο γιατρός κατάφερε να θάψει βαθιά μέσα του τις όποιες τύψεις είχαν προκύψει στη θέα του πρώτου αίματος, έτσι ώστε να λειτουργήσει ψύχραιμα και λογικά. Σαν σωστός χασάπης κομμάτιασε τα υπολείμματα του πτώματος, με την ίδια οικειότητα που μια νοικοκυρά κόβει το κρέας για να το μαγειρέψει. Έπειτα τα τοποθέτησε στις μαύρες σακούλες που από την αρχή περίμεναν να υποδεχτούν το νέο ιδιαίτερο περιεχόμενό τους, και τις σακούλες με τη σειρά τους τις τοποθέτησε προσωρινά στην ειδικά διαμορφωμένη κατάψυξη που είχε κατασκευάσει τον περασμένο μήνα για τους διαστροφικούς του σκοπούς.

Βέβαια, ο βασικός σκοπός της μεγάλης κατάψυξης, που είχε το μέγεθος ενός μικρού δωματίου, είχε πιο ιδιαίτερο χαρακτήρα. Για την ακρίβεια, τη χρειαζόταν για ό, τι είχε αφαιρέσει από το πτώμα, δηλαδή ό, τι δεν είχε καταλήξει στις μαύρες σακούλες. Αυτό ήταν και το επιμέρους κομμάτι του σχεδίου του, το οποίο αναμφισβήτητα προσέδιδε μια πιο ανθρώπινη και κοινωνική χροιά στις ούτως ή άλλως απάνθρωπες πράξεις του.

«Το λιγότερο που μου αξίζει είναι ισόβια κάθειρξη.» παραδεχόταν συνεχώς στον εαυτό του από τη στιγμή που είχε αποφασίσει να ακολουθήσει αυτόν το σκοτεινό και κολασμένο δρόμο. Όμως με την ιδέα του να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τα νεκρά σώματα που θα προέκυπταν από τις χειρουργικές επεμβάσεις, είχε προσδώσει μια πινελιά παραδείσου σε αυτήν την κόλαση, αν και δεν πίστευε στην ύπαρξη ούτε του παραδείσου, αλλά ούτε και της κόλασης.

Σχολιάστε