Ο Κηφήνας

Μια τόσο απλή ερώτηση, μια εξίσου απλή απάντηση. Κι όμως το μυαλό του είχε μπλεχτεί σε έναν λαβύρινθο αχανών πιθανοτήτων, διαυγών αμφιβολιών. Ίσως ήταν αντιμέτωπος με τον κολλώδη ιστό μιας διαβολικής αράχνης, μιας τριχωτής υφάντρας που καιροφυλαχτούσε στη σκοτεινή γωνιά της έτοιμη να επιτεθεί, να δαγκώσει, να δηλητηριάσει. Δεν επρόκειτο για έναν φανερό ιστό, τον λευκό που πυκνώνει ενοχλητικά σε γωνιές της οροφής. Αυτό τον καθιστούσε ακόμα πιο ανατριχιαστικό, ζοφερό, απροσπέλαστο. «Τι δουλειά κάνεις;». Μια τόσο απλή ερώτηση.

  Δεν τολμούσε καν να υψώσει το βλέμμα του, να κοιτάξει τον άγνωστο άντρα. Τα μάτια του είχαν σημαδέψει τα μαύρα γυαλισμένα παπούτσια του, θαρρείς και η μοίρα μιας αιματοβαμμένης επανάστασης εξαρτιόταν από την επόμενη βολή. Ένας κόκκος σκόνης διατάραξε τη συγκέντρωση των εξεγερμένων. Είχε θρονιαστεί προκλητικά επάνω στα κορδόνια, καθιστώντας τα ξένα στη μνήμη του. Ίσως ο ιστός είχε μεταμφιεστεί ώστε να τον αιφνιδιάσει. Δε θυμόταν να τα δένει, δε θυμόταν να δημιουργεί αυτόν τον τέλειο κόμπο. Κόμπος στον λαιμό του, οι φωνητικές του χορδές κορδόνια ακόμα πιο τεταμένα. Και η ερώτηση σταθερή, επαναλαμβανόμενη, σε τόνο ουδέτερο, άχρωμο, σχεδόν νεκρό.

  «Δεν ξέρω» δραπέτευσε η απλή απάντηση από το νεκροταφείο της λαρυγγικής του συσκευής. Ένιωσε τις φωνητικές του χορδές να πάλλονται στιγμιαία, ενάντια στην πίεση που τις κρατούσε ακινητοποιημένες. Πίεση προερχόμενη από την αποπνικτική ατμόσφαιρα του μικροσκοπικού δωματίου, την ψυχρή σιωπή που αγκάλιαζε την αόριστη επανάληψη της ερώτησης, το χλωμό προσωπείο που φανταζόταν αντίκρυ του. Η επανάσταση του λάρυγγα επεκτάθηκε στους μύες του δικού του προσώπου, τα μάτια του απεγκλωβίστηκαν για να αιχμαλωτιστούν ξανά σε μια φυλακή ατέρμονης μονοτονίας, στην εικόνα που εύστοχα είχε σχηματίσει για τον ανακριτή του.

  «Ακριβώς η απάντηση που περίμενα. Δεν ξέρεις καν ποιος είναι ο ρόλος σου. Φυτοζωείς, παρασιτείς, γι’ αυτό πρέπει να περιχαρακωθείς, να αποβληθείς, να απολυθείς». Ξαφνικά το χρώμα επανήλθε στο πρόσωπο του κριτή, εργοδότη, δικαστή ή ό, τι άλλο ήταν ο δαιμονικός άντρας με το μαύρο καπέλο και το ομόχρωμο κοστούμι. Προφανώς το αίμα ακολούθησε αντίστροφη πορεία από εκείνη του δηλητηρίου. Ίσιωσε την γκρίζα γραβάτα του επάνω στο κολλαριστό πουκάμισο και έκανε να σηκωθεί, όμως την τελευταία στιγμή το μετάνιωσε. «Θα ήθελα να ακούσω τα τελευταία λόγια ενός νεκρού ζωγράφου…» έσταξε λέξεις μαζί με όσο φαρμάκι είχε απομείνει, πιο οξύ και από εκείνο της αράχνης.

 

Τα μάτια του είχαν καρφωθεί στο λευκό κενό της οθόνης, ασάλευτα, σχεδόν χαμένα σε έναν κόσμο κρυμμένο πίσω από ψηφιακές κουκκίδες. Ίσως σε εκείνον τον κόσμο η ύπαρξή του είχε κάποιο νόημα, ίσως θυμόταν ακόμα τη θέση του, τον σκοπό του. Ίσως είχε φίλους ή έστω ανθρώπους για να συζητήσει, ανθρώπους αληθινούς, με σάρκα και οστά. Το λευκό χάθηκε μαζί με κάθε ονειροπαρμένη σκέψη. Ένα μήνυμα εμφανίστηκε, λόγια ενός ατόμου εικονικού. «Δουλεύεις τώρα;». Όντως βρισκόταν στον χώρο εργασίας του, στο γραφείο του, έχοντας χάσει την αίσθηση του χρόνου, αγνοώντας αν η βάρδιά του είχε λήξει. Υπέθεσε πως γι’ αυτό κανείς δεν του έδινε σημασία. Αλλά και πότε τον πρόσεχαν; Ο καθένας ήταν απομονωμένος στη δική του οθόνη, χαμένος στον δικό του κόσμο, πραγματικό ή ουτοπικό. Πλήκτρα πατιούνταν αδιάκοπα, ο ήχος τους έφτανε στα αυτιά του από όλες τις κατευθύνσεις, σταθερό βουητό που αν δεν το συνήθιζε θα είχε αποτρελαθεί. Επιτέλους πίεσε τα δικά του.

  «Νομίζω πως ναι».

  «Νομίζεις; Τι σημαίνει αυτό;».

  Αγνοούσε την αποστολή του όπως και την ταυτότητα του συνομιλητή του. Θα μπορούσε να δέχεται τα μηνύματα του αφεντικού του, ενός περίεργου συναδέλφου, ακόμα και κάποιας γοητευτικής κυρίας. Πιθανώς ο άγνωστος αποστολέας είχε συστηθεί στην αρχή της απρόσωπης συζήτησής τους. Τα δάχτυλά του είχαν αγκυλωθεί μαζί με τη μνήμη του στο πληκτρολόγιο, θαρρείς και το μέλλον της ανθρωπότητας εξαρτιόταν από τον συνδυασμό των πλήκτρων που θα επέλεγε. Αποφάσισε να ψάξει εκεί τις απαντήσεις που του έλειπαν.

  «Ποιος είσαι;».

  «Θα αστειεύεσαι. Εσύ είσαι αυτός που δεν έχει συστηθεί ακόμα».

  Μία κολλώδης αίσθηση παγιώθηκε στο μυαλό του, απότοκος της ψηφιακής κηρήθρας που τον κύκλωνε κρατώντας την αλήθεια αποκλεισμένη. Δε θυμόταν πότε είχε πετάξει τελευταία φορά έξω από αυτήν, ακόμα και αν είχε υπάρξει μια τέτοια ηλιόλουστη μέρα. Η αιφνίδια ταραχή έλυσε τα μάγια της οθόνης επιτρέποντάς του να ψάξει γύρω του για λίγο φως, για τα απομεινάρια της λησμονημένης του ταυτότητας. Φυσικά κατάφερε να κινήσει μόνο τα μάτια του. Τον έλεγχο του υπόλοιπου κορμιού του τον είχε απολέσει μαζί με ό, τι άλλο αναζητούσε.

  Επρόκειτο πράγματι για κηρήθρα, κάθε άλλο παρά ψηφιακή. Όποιος είχε επιμεληθεί της αρχιτεκτονικής του δωματίου είχε λάβει σοβαρά υπόψη του τη φαντασία του εργαζόμενου. Στο εναλλακτικό σενάριο, δυστυχώς πιθανότερο, η ψυχοσύνθεση του αιχμαλώτου είχε εμποτιστεί από το κλειστοφοβικό περιβάλλον, σε μια μακρινή και κρυμμένη από το συνειδητό εποχή. Το λευκό χρώμα κυριαρχούσε προετοιμάζοντας το έδαφος για την επιβολή της ομόχρωμης οθόνης στον εύπλαστο νου, τα εξάγωνα κελιά δεν ήταν κέρινα αλλά πλαστικά, ενώ μεταξύ τους υπήρχαν δυσδιάκριτες εγκοπές μέσω των οποίων έφτανε στα αυτιά του ο βόμβος των υπόλοιπων εργατών. Δεν μπορούσε να δει πέρα από τα κελιά, αδυνατούσε να αγγίξει τα όρια του δικού του. Το οπτικό του πεδίο ίσα που χάιδευε την άκρη της οροφής, το σημείο απ’ όπου μαγικά ξεπηδούσε το τεχνητό φως, μέρος μίας συνθετικής πραγματικότητας πέρα από τη ροή του χρόνου, την εναλλαγή ημέρας και νύχτας.

  Απόλυτο σκοτάδι τύλιξε τα εξεγερμένα του μάτια, ακόμα και η οθόνη παραδόθηκε στην αιφνίδια συσκότιση. Ακολούθησαν μερικά δευτερόλεπτα αιωνιότητας, μετέωρης ψευδαίσθησης μεταξύ ονείρου και θανάτου. Το φως επανήλθε κόκκινο, βαθύ, άραχλο σαν εκείνο του φλεβικού αίματος. Ήταν νεκρός και είχε κατέλθει στην κόλαση. Η πύλη που φύλασσε ο κέρβερος άνοιξε πίσω από την πλάτη του. Σύγκρυο απλώθηκε στη ραχοκοκαλιά του καθιστώντας ακόμα πιο βασανιστική τη νεκρική σιωπή. Καταιγιστικές σκέψεις βομβάρδισαν την αποτυχημένη επανάσταση του νου του, αγωνιώδης μουσική με φρενήρη ρυθμό που καταλήγει σε πένθιμο εμβατήριο. Μουσική και αναμνήσεις. Αναμνήσεις εντολών, κανόνων και περιορισμών. «Ό, τι κι αν συμβεί θα παραμείνεις στη θέση σου. Τα μάτια σου δε θα χάσουν την οπτική επαφή με την οθόνη. Δε θα μιλήσεις, δε θα ακούσεις» του είχε ψιθυρίσει μια απόκοσμη φωνή που πλέον δε θύμιζε τόσο ανθρώπινη λαλιά όσο πληκτρολόγηση των αντίστοιχων γραμμάτων.

  «Ακολούθησέ με» πρόσταξε μία φωνή πιο πραγματική κι από τον έντονο χτύπο της καρδιάς του. Ένας φυσιολογικός άνθρωπος θα ανακουφιζόταν στη διαπίστωση πως είναι ακόμα ζωντανός, ωστόσο δε θα είχε βρεθεί καν σε μία τέτοια ισοπεδωτική αμφιβολία εκ των προτέρων. Όλοι είναι φυσιολογικοί και όλοι είναι αλλόκοτοι, σε ένα ευρύ και αχανές φάσμα υποκειμενικότητας και προκαταλήψεων. «Σήκω επιτέλους!» αυξήθηκε η ένταση της φωνής, η αυστηρότητα της παράλογης προσταγής. Πλέον αισθανόταν άμεσα την ψυχρή ανάσα του βάρβαρου εισβολέα στην άκαμπτη σπονδυλική του στήλη, τόσο έντονα που παραλίγο να πιστέψει πως η κόλαση είναι στην πραγματικότητα παγωμένη. Παγωμένη και υγρή, σε ενέσιμη μορφή, νάρκωση για το πνεύμα που αντιστέκεται περισσότερο από το σώμα.

  Μετά την αίσθηση του χρόνου χάθηκε και αυτή του χώρου. Ίσως το σκοτάδι που τον τύλιξε ανάβλυζε κατευθείαν από την άβυσσο. Ίσως το νεκρό του σώμα εκτελούσε ελεύθερη πτώση στο απόλυτο κενό. Τότε η μοναδική αίσθηση που του είχε απομείνει, αυτή της στατικότητας, δεν ήταν παρά μία ψευδαίσθηση. Ένιωσε τόσο κοινός, τόσο ίδιος με τους ανθρώπους που ποτέ δε συναντούσε. Όλοι τους βασίζονταν σε ψευδαισθήσεις για να προσανατολιστούν στο χάος.

  Το χάος δεν είναι μόνο σκοτάδι. Είναι και φως. Πύρινο, εκτυφλωτικό. Αυτό το φως διαχύθηκε ορμητικά στο νέο του κελί, τον αγκάλιασε επιστρέφοντάς του την πολύτιμη όραση, τον ζέστανε σκορπώντας τα απομεινάρια της ψυχρής ανάσας και αποκαλύπτοντας το πρόσωπο του κατόχου της. Κάτωχρο, ο θάνατος ενσαρκωμένος σε ένα λιπόσαρκο κορμί, καλυμμένος με το πιο κομψό μαύρο κοστούμι. Στα χέρια του κρατούσε με τρόπο ύποπτο ένα στρογγυλό καπέλο χωρίς γείσο, σαν να έκρυβε κάτι κάτω από αυτό.

  «Όλα είναι έτοιμα για τη συνέντευξή σου» δήλωσε άψυχα ο σκελετωμένος κύριος.

  Θα διαμαρτυρόταν έντονα αν οι φωνητικές του χορδές υπάκουαν στις εντολές του εγκεφάλου. Προφανώς επρόκειτο για κακόγουστο αστείο, για ανώριμη φάρσα κάποιου συναδέλφου. Η συνέντευξη προηγείται της πρόσληψης, πόσο μάλλον της πολυετούς εργασιακής απασχόλησης. Δε θυμόταν τη δική του, ωστόσο θεωρούσε αυτονόητη την επιτυχία που τον είχε οδηγήσει στη δυσάρεστη κατάσταση που βίωνε. Τι τον είχε παρακινήσει να υποβάλει το βιογραφικό του, τι ήταν αυτό που τον έκανε να λαχταρά τη θέση σε τέτοιο βαθμό; Όσο κι αν τον είχε εγκαταλείψει η μνήμη του, εκείνη η βαθιά επιθυμία είχε χαραχτεί στη συνείδησή του όπως θα χαρασσόταν το σατανικό χαμόγελο που συνόδευσε τα επόμενα λόγια.

  «Μην ανησυχείς. Θα κληθείς να απαντήσεις μονάχα σε μία ερώτηση, την απλούστερη που μπορεί να τεθεί σε έναν εργαζόμενο».

  Έτσι κύλησε προς την πηγή του φωτός, υπό την ώθηση του σκοτεινού εντολέα του. Μόνο όταν οι τροχοί άρχισαν να γυρίζουν συνειδητοποίησε πως βρισκόταν καθηλωμένος σε ένα αναπηρικό καρότσι. Προσπάθησε να θυμηθεί αν αυτή ήταν η θέση του και στο γραφείο του, στην τεχνητή κηρήθρα του. Το αποτέλεσμα τον απογοήτευσε όσο αναμενόμενο κι αν ήταν. Ένα αίσθημα πνιγμονής γεννήθηκε από τη βεβαιότητα μελλοντικών διαπιστώσεων που θα τον ανάγκαζαν να αμφιβάλει ακόμα και για στοιχεία θεμελιώδη. Σε ένα ακραίο σενάριο θα μπορούσε να ψεύδεται ακόμα και για το φύλο του. «Αντίο μουσικέ» τον αποχαιρέτησε μία άχρωμη φωνή από το μέλλον, προφανώς αποκύημα της ταραγμένης φαντασίας του.

 

Και όλο κυλούσε, παραδομένη στις βουλές του μελισσοκόμου, κομιστή εντολών, εισβολέα ή ό, τι άλλο ήταν ο σκελετωμένος οδηγός της. Κυλούσε σε έναν μακρύ κατάφωτο διάδρομο, ολόλευκο και απλό στην όψη, σαν την ερώτηση που θα της ετίθετο σύμφωνα με τα λεγόμενα του μυστηριώδη άντρα. Ώσπου ο διάδρομος κατέληξε σε μία ψηλή πύλη, την οποία θα θεωρούσε είσοδο του Κάτω Κόσμου αν δεν είχε ήδη διαψευστεί σε ανάλογη περίπτωση. Τουλάχιστον η βραχυπρόθεσμη μνήμη της διατηρούταν ακέραιη. Ο θάλαμος που αποκαλύφθηκε με το αυτόματο άνοιγμα της θύρας απείλησε να καταλάβει μνήμη και νου σπιθαμή προς σπιθαμή.

  Κι όχι γιατί επρόκειτο για κάποιο δωμάτιο επιβλητικό, πρωτόγνωρο, ιδιαίτερο με οποιονδήποτε τρόπο. Κάθε άλλο. Δεν πρόλαβε να περιεργαστεί τίποτα πέρα από τους ανθρώπους που ήταν παραταγμένοι περιμετρικά, σε απόσταση ενός βήματος από τους κενούς τοίχους. Όλοι τους μαυροφορεμένοι, για την ακρίβεια ντυμένοι πανομοιότυπα με την ενσάρκωση του θανάτου που τώρα έσπρωχνε ακόμα πιο βιαστικά το καρότσι. Για πρώτη φορά αισθάνθηκε ευγνωμοσύνη απέναντί του. Βλέμματα νεκρά μα συνάμα διαπεραστικά, πρόσωπα ίδια κι όμως διαφορετικά. Ο ατελής κομφορμισμός, αυτός που γεννά φθίνουσες ελπίδες αποστασίας, κατακερμάτισε το μυαλό της ακινητοποιημένης επισκέπτριας. Εκτός κι αν δεν ήταν επισκέπτρια. Εκτός κι αν θεωρούταν συνάδελφός τους. Αυτή η μοίρα περίμενε και την ίδια στο τέλος της διαδρομής; Σε αυτήν την ερώτηση θα καλούταν να απαντήσει;

  «Λοιπόν; Τι δουλειά κάνεις;».

  Ένας κολλώδης ιστός κάλυψε τα πάντα. Εγκλωβίστηκε στην παγίδα θανάτου, παραδόθηκε στη μοιραία άφιξη της τριχωτής υφάντρας. Σαν μια αβοήθητη μέλισσα με φτερά αχρηστευμένα. Ο τελευταίος της βόμβος σήμανε απλώς την παραδοχή της άγνοιάς της, της τύφλωσής της. Έπειτα ακολούθησε η πρώτη δόση δηλητηρίου, η δριμεία κριτική του άντρα με την γκρίζα γραβάτα. Ένα παράσιτο, ένας κηφήνας. Αυτό ήταν. Ο μαυροφορεμένος κριτής έκανε να σηκωθεί, μα προφανώς επεφύλασσε νέο δήγμα. «Θα ήθελα να ακούσω τα τελευταία λόγια μίας νεκρής συγγραφέα…». Η πένα γλίστρησε από τα δάχτυλά της, δεν την άκουσε ποτέ να προσκρούει στο έδαφος. Έχασε το κεντρί της ακριβώς τη στιγμή της επαναφοράς. Φθίνουσα ελπίδα επανάστασης, η πιο μαρτυρική αναλαμπή, εκείνη που γεννιέται μόνο και μόνο για να σβήσει οριστικά. Και έτσι φόρεσε το νεκρό κοστούμι της.

 

Έξω από τη μεγάλη Κηρήθρα μία νοικοκυρά εμπλούτισε ανέμελη το καλάθι των αγορών της με ένα βαζάκι μέλι, ένας μαθητής συνέχισε να πληκτρολογεί κενά λόγια σε κόσμους εικονικής πραγματικότητας, ένας συνταξιούχος αποκοιμήθηκε μπροστά στη συνεχώς εν λειτουργία τηλεόρασή του. Ταυτόχρονα ένας ζωγράφος πέταξε με μανία καμβά και χρώματα στο έδαφος, ένας μουσικός κομμάτιασε την κιθάρα του, μία συγγραφέας έσκισε τις τελευταίες σελίδες που είχε γράψει σίγουρη πως κανείς δε θα τις διαβάσει έτσι κι αλλιώς. Ίσως και οι τρεις χρειάζονταν μία «φυσιολογική» δουλειά, τέτοια που αποφέρει σταθερό εισόδημα. Μαζί με αυτούς, πολλοί ακόμα άνθρωποι των τεχνών και του πνεύματος είχαν λάβει το ίδιο θελκτικό μήνυμα. Όλα φάνταζαν ιδανικά στην Κηρήθρα. Σύμφωνα με το στενό τους περιβάλλον, δε θα έχαναν κάτι υποβάλλοντας το βιογραφικό τους.

  Έφτασε, λοιπόν, η ώρα της συνέντευξης. Μόνο που δεν τους τέθηκε καμία ερώτηση, καμία δοκιμασία. Ο άκαμπτος διευθυντής με το μαύρο κοστούμι και την γκρίζα γραβάτα μιλούσε ακατάπαυστα, σε τόνο ουδέτερο, σχεδόν νεκρό, έτσι που ήταν αδύνατον να τον παρακολουθήσουν μέχρι το τέλος. Ακόμα κι αν το κατάφερναν, σίγουρα δε θα αποκόμιζαν καμία ουσιαστική πληροφορία από την αχανή μάζα ασυναρτησιών και αερολογιών.

  «Λοιπόν; Έχετε κάποια απορία;» κατέληξε με μειλίχιο ύφος.

  «Ποια ακριβώς είναι η φύση των καθηκόντων;» αποκρίθηκαν στο ίδιο μήκος κύματος όλοι οι ερωτηθέντες. Δεν έλαβαν ποτέ απάντηση.

Σχολιάστε