Ανάκλαση

Το αγόρι κοίταξε το κορίτσι αλλά δεν το είδε. Είχε μάθει να αναπνέει στο σκοτάδι που τους έπνιγε, η αναπνοή του γεννιόταν μαζί με την παράλογη ανάγκη να στρέφεται προς το μέρος της. Οι δυο τους περπατούσαν αγκαλιασμένοι ζητώντας απαντήσεις, άλλοτε ψιθυρίζοντας και άλλοτε κραυγάζοντας. Γιατί έψαχναν το φως; Τι περίμεναν να δουν; Πώς ήξεραν ότι υφίσταται μια αίσθηση που δεν είχαν βιώσει, κατέχοντας μάλιστα τις λέξεις που την περιγράφουν; Ο δρόμος ατελείωτος, άναρχος, αφηρημένος. Ο χρόνος αόρατος, απροσδιόριστος, σχεδόν απών.

Το φως ήρθε ξαφνικά, φανερώνοντας μια έκπληκτη λευκή γυναίκα που στεκόταν μπροστά στο αγόρι, έναν μαύρο άντρα που έχασκε ενώπιον του κοριτσιού. Ίσως τα χρώματά τους ήταν αντίστροφα, ποιος μπορεί να είναι ποτέ σίγουρος; Πάντως ήταν αντίθετοι, διαφορετικοί από όσα ισχυρίζονταν τα λόγια τους. Απομακρύνθηκαν ο ένας από τον άλλον παραμένοντας σιωπηλοί. Περίεργο, το φως τούς είχε φιμώσει.

Η ανάκλαση και διάθλασή του είχαν επιφέρει πολλές ακόμα αλλαγές. Καταμεσής μιας κατάφυτης πεδιάδας ονειροπόλα παιδιά βίωσαν τη φθορά του γήρατος – φθορά που σηματοδοτεί το τέλος των ονείρων, την πληρότητα και την ήττα, τη νίκη και την παραίτηση – επαναστατημένοι έφηβοι συμβιβάστηκαν με τους όρους της ενήλικης ζωής, βρέφη γνώρισαν τον θάνατο χωρίς την ανάμνηση του φόβου. Η θλίψη έγινε χαρά με το θρόισμα των πλούσιων φυλλωμάτων, η χαρά έγινε λήθη με το λαμπύρισμα του ήλιου επάνω στις δροσοσταλιές και το φτερούγισμα εξωτικών πουλιών στα χρώματα του ουράνιου τόξου.

Φύση και άνθρωποι οργίασαν, χόρτασαν κάθε αίσθηση ώσπου επήλθε ο κορεσμός, δημιούργησαν κι έπειτα μοιραία κατέστρεψαν. Ο άντρας που κάποτε ήταν αγόρι γνώρισε πολλές γυναίκες ξεχνώντας τον χαμένο του έρωτα. Το φως τον έκρυψε, του τον στέρησε. Η ανάκλαση άναψε τη φλόγα σβήνοντας το πάθος, την ανάγκη. Ανάγκη ακαθόριστη, ανομολόγητη. Φωτιά! Η πεδιάδα τυλίχτηκε στις φλόγες. Θα περίμενε κανείς η πυρκαγιά να απωθήσει το σκοτάδι, αντίθετα αυτό επέστρεψε και παγιώθηκε πιο παγωμένο από ποτέ.

«Μόνο τη δική σου φωνή αναγνωρίζω στο χάος» δήλωσε πρώτη φορά με ειλικρίνεια το αγόρι.
«Γιατί ταυτίζεις το χάος με το σκοτάδι; Όλα χάθηκαν στο φως» του έδειξε μια
διαφορετική αλήθεια το κορίτσι.
«Τι είναι αυτό που ψάχνεις;».

Αυτήν τη φορά έμειναν ακίνητοι κι όμως η συνείδησή τους βρισκόταν σε μια πρωτόγνωρη εγρήγορση, έκλεισαν τα μάτια μα έψαχναν μανιωδώς, σώπασαν απαρνούμενοι τη σιωπή. Έτσι ανακάλυψαν μία αίσθηση πέρα από τα όρια της όρασης και του λόγου, ένα φως σκοτεινό, ένα σκοτάδι φωτεινό. Δεν ήταν λευκοί ή μαύροι, γυναίκες ή άντρες, ενήλικες ή παιδιά. Ήταν άνθρωποι ελεύθεροι.

Σχολιάστε