Όχι άλλα δίπολα

Πιστός – άπιστος, Χριστιανός – Μουσουλμάνος, θρησκόληπτος – άθεος. Απορρίπτω τον τελευταίο όρο, εφόσον είναι οξύμωρο να αυτοπροσδιορίζεται κανείς προσθέτοντας το στερητικό «α» σε μία έννοια που όχι μόνο δεν τον εκφράζει, μα και εναντιώνεται στην ύπαρξη του περιεχομένου της. Πρόκειται, ωστόσο, για ατόπημα που καταδεικνύει τη συμπεριφορά όχι μόνο όσων υποπίπτουν σε αυτό, αλλά και εκείνων που με παρρησία υπερασπίζονται και επιδεικνύουν την πίστη τους. Οδηγούμαστε, λοιπόν, με μαθηματική ακρίβεια στην παγίωση δίπολων που ριζοσπαστικοποιούν και αναπαράγουν την εγγενή ανθρώπινη βία, ειδικά σε κοινωνίες όπως είναι η ελληνική.

Όμως τι είναι αυτό που ισχυροποιεί τέτοιου είδους συμπεριφορές; Κάθε λαός επηρεάζεται από τις κλιματικές και γεωγραφικές συνθήκες στις οποίες δραστηριοποιείται και εξελίσσεται. Έτσι και ο ελληνικός λαός, ως μεσογειακός, χαρακτηρίζεται από την επικράτηση του συναισθήματος ενάντια στη λογική. Όχι πως αυτό συνιστά απαραίτητα μειονέκτημα, αφού άλλωστε το συναίσθημα είναι αυτό που χρωματίζει τη ζωή και ξεχωρίζει τους μεσογειακούς λαούς χάρη σε αξίες όπως αυτή της φιλοξενίας. Σε αρκετές περιπτώσεις, ωστόσο, οι αυθόρμητες λήψεις αποφάσεων και πρωτοβουλιών εν βρασμώ ψυχής επιφέρουν ανεξέλεγκτα αποτελέσματα. Το ίδιο συμβαίνει και όταν ολόκληρη η νοοτροπία και η θεώρηση της ζωής διέπονται από την επικράτηση του θυμικού. Τότε είναι που γεννιέται η ανάγκη για την αναζήτηση ξεκάθαρων αξιών και κανόνων, για το διαχωρισμό σε καλό και κακό, σε φυσιολογικό και αφύσικο, ηθικό και ανήθικο. Τότε είναι που γεννιούνται τα δίπολα.

Δεν αρκεί, βέβαια, να γεννηθούν. Με κάποιον τρόπο πρέπει να γιγαντωθούν και να ριζώσουν στην κοινωνία που τα δημιούργησε εξαρχής. Και αυτός ο τρόπος δεν είναι άλλος από την κοινωνική συνοχή, από την ανάγκη κάθε ανθρώπου να αισθανθεί πως εντάσσεται και ανήκει σε μία κοινωνική ομάδα, είτε αυτή είναι θρησκευτική, είτε πολιτική, είτε αθλητική. Μα για να ισχυροποιηθεί αυτή η συνοχή, χρειάζεται κάτι παραπάνω από τη δημιουργία της ομάδας, του συνόλου. Χρειάζεται το αντίπαλο δέος, τον εχθρό, τη διαφωνία, τη διαμάχη. Για να αισθανθεί ο Έλληνας εθνική υπερηφάνεια, νιώθει την ανάγκη να κατηγορήσει τον «κακό» Τούρκο, τον «κακό» Γερμανό, τον «κακό» Ευρωπαίο. Αντίστοιχα οι Χριστιανοί αισθάνονται πως απειλούνται από τους Μουσουλμάνους, πόσο μάλλον από τα προσφυγικά κύματα των τελευταίων. Δεν είναι τυχαία η διάδοση ακραίων απόψεων στους χριστιανικούς κύκλους που εκφράζουν το φόβο «μουσουλμανοποίσης» του πληθυσμού.

Τέτοιες αντιλήψεις μονάχα βία μπορούν να γεννήσουν. Αλλά δεν είναι και η βία αναπόσπαστο κομμάτι του συναισθήματος και της ίδιας της ανθρώπινης φύσης; Είναι και κομμάτι της λογικής, του ενστίκτου της επιβίωσης. Άλλωστε, ο άνθρωπος δεν παύει να είναι ζώο. Τυχαίνει απλά να αποτελεί το πιο εξελιγμένο είδος στον πλανήτη του, κυρίως χάρη στην ανάπτυξη του Λόγου. Ορμώμενος, λοιπόν, από το θυμικό και ταυτόχρονα το ένστικτο της επιβίωσης, ο πιο φιλήσυχος και πολιτισμένος άνθρωπος είναι ικανός να προβεί στις πιο ακραίες πράξεις βίας. Η ψευδαίσθηση πως απειλείται η Ηθική μας, οι αξίες μας, τα ιδανικά μας, είναι ικανή να μας στερήσει την ικανότητα ελέγχου των συναισθημάτων μας. Και όλα αυτά διότι γαλουχηθήκαμε με την εντύπωση πως η δική μας Ηθική είναι η σωστή, πως η δική μας πίστη είναι η αλήθεια.

Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει σωστό και λάθος, καλό και κακό. Κάθε λαός, σε κάθε εποχή, υιοθετεί τις αξίες που ανταποκρίνονται στον ψυχισμό του και στις ανάγκες του. Το ίδιο συμβαίνει και με τις χιλιάδες θρησκείες που έχουν δημιουργηθεί στο πέρασμα των αιώνων. Κάθε θρησκεία, λοιπόν, όπως και τα διάφορα εμπορικά προϊόντα, απευθύνεται στις ανάγκες του εκάστοτε καταναλωτή. Κάποτε οι Εβραίοι προσπαθούσαν να ελευθερωθούν από το ζυγό των Αιγυπτίων, και λίγο αργότερα παρέλαβαν τις δέκα εντολές. Έπειτα πάλευαν να απελευθερωθούν από το Ρωμαίο δυνάστη, οπότε ανέμεναν τον ερχομό του Μεσσία. Βέβαια, για να εξαπλωθεί μία θρησκεία πρέπει να προσφέρει μία πιο δημοφιλή υπηρεσία, διευρύνοντας έτσι το αγοραστικό της κοινό. Τι πιο εμπορικό, λοιπόν, από τη νίκη ενάντια στο θάνατο;

Κανείς δεν μπορεί να αποδείξει, φυσικά, την ύπαρξη ή μη κάποιας ανώτερης δύναμης που όντως είναι ικανή να υπερνικήσει ακόμα και το θάνατο. Σε αυτό το σημείο προκύπτει και μια από τις πιο σημαντικές και απαραίτητες για κάθε κοινωνία αξία. Η ανεκτικότητα. Ο καθένας είναι ελεύθερος να πιστεύει ό, τι επιθυμεί, ό, τι τον βοηθά να αισθάνεται καλύτερα, ό, τι τον εκφράζει ως άνθρωπο. Άλλωστε, όλοι μας είμαστε καταδικασμένοι να γνωρίσουμε ένα απειροελάχιστο κομμάτι του κόσμου που μας περιβάλλει, του Σύμπαντος, κι αυτό το απειροελάχιστο κομμάτι το βιώνουμε όλοι διαφορετικά. Επομένως, κανείς ως ανεξάρτητη οντότητα δεν είναι ικανός να φανταστεί ούτε στο ελάχιστο ποια είναι η αλήθεια που αναζητά η ανθρωπότητα από την απαρχή της. Μα η ίδια η ανθρωπότητα ως σύνολο ίσως κάποτε το πετύχει, όπως έχει πετύχει τόσα άλλα σπουδαία επιτεύγματα.

Σε αυτήν την κατεύθυνση συμβάλλουν οι δημιουργικές συζητήσεις και οι διαφωνίες που διέπονται από σεβασμό και αλληλοεκτίμηση. Στη θέση των δίπολων ας επιλέξουμε την πολυφωνία. Και για να εκμεταλλευτούμε την πολυφωνία στο έπακρο, ας καλλιεργήσουμε την ανεκτικότητα και ας τιθασεύσουμε την οργή και το φόβο για το διαφορετικό. Σαφώς και το συναίσθημα είναι απαραίτητο σε όλες αυτές τις διαδικασίες. Πώς αλλιώς θα αποκτήσει ενδιαφέρον η συζήτηση; Ας βρούμε, όμως, την ισορροπία.

Σχολιάστε